περίφαντος

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφαντος Medium diacritics: περίφαντος Low diacritics: περίφαντος Capitals: ΠΕΡΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: períphantos Transliteration B: periphantos Transliteration C: perifantos Beta Code: peri/fantos

English (LSJ)

ον, A = περιφανής: metaph., π. θανεῖται too plainly he will die, S.Aj.229 (lyr.). II famous, renowned, πᾶσιν ib.599 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 598] = περιφανής; πᾶσιν περίφαντος αἰεί, berühmt, Soph. Ai. 595; περίφαντος ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 visible à tous;
2 connu de tous, célèbre.
Étymologie: περιφαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφαντος -ον [περιφαίνω] duidelijk zichtbaar:. περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται voor iedereen zichtbaar zal de man sterven Soph. Ai. 229. beroemd:. πᾶσιν περίφαντος αἰεί beroemd bij iedereen voor altijd Soph. Ai. 599.

Russian (Dvoretsky)

περίφαντος:
1 видимый отовсюду, открытый взорам (τύμβος Anth.);
2 явный, очевидный: π. ἁνὴρ θανεῖται Soph. муж этот явно умрет;
3 славный, знаменитый (Σαλαμίς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

περίφαντος: -ον, = περιφανής, τάφος Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. ἔνδοξος, ἐπιφανής, ὀνομαστός, Λατ. illustris, αὐτόθι 599.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφαίνομαι
1. περιφανής, καταφανής, ολοφάνερος
2. επιφανής, ονομαστός.

Greek Monotonic

περίφαντος: -ον, I. = περιφανὴς περίφαντος θανεῖται, θα πεθάνει μπροστά σε όλους, σε Σοφ.
II. φημισμένος, ονομαστός, στον ίδ.

Middle Liddell

περίφαντος, ον, = περιφανής
I. π. θανεῖται he will die in the sight of all, Soph.
II. famous, renowned, Soph.