καταφθίνω
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
[ῐ, sed v. infr.], waste away, decay, Pi.I.8(7).51, Hdt. 2.123; κ. νόσῳ, γήρᾳ, S.Ph.266, E.Alc.622: in later Att. Prose, Thphr.HP9.16.5: aor. part. καταφθινήσας Plu.2.117c: pf. part. κατεφθινηκώς ib.621f, Arr.Epict.4.11.25: καταφθῑνουσι trans. is f.l. in Theoc.25.122.
French (Bailly abrégé)
impf. κατέφθινον, f. inus., ao. réc. κατεφθίνησα, pf. réc. κατεφθίνηκα;
1 se gâter, se corrompre, dépérir;
2 laisser se perdre ; négliger.
Étymologie: κατά, φθίνω.
Russian (Dvoretsky)
καταφθίνω: (ῐ) (aor. κατεφθίνησα, pf. κατεφθίνηκα) погибать, гибнуть (νόσῳ Soph.; γήρᾳ Eur.): τοῦ σώματος καταφθίνοντος Her. с уничтожением тела.
Greek (Liddell-Scott)
καταφθίνω: ῐ, φθείρομαι, ἀφανίζομαι, μαραίνομαι, καταπίπτω, καταστρέφομαι, ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφθινεν Πινδ. Ι. 8 (7). 102, Ἡρόδ. 2. 123, καὶ Τραγ., κ. νόσῳ, γήρᾳ Σοφ. Φιλ. 266, Εὐρ. Ἄλκ. 622· τὰ πήματα θάλλοντα μᾶλλον ἢ καταφθίνοντα ὁρῶ Σοφ. Ἠλ. 260· κ. γᾶ Εὐρ. Τρ. 1299· ἐξαμβλοῦται καὶ κ. ἱσχὺς τοῦ σώματος Πλουτ. Ἠθ. 2Ε· ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς κ. τὸ σῶμα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 5· ὁ Πλούτ. ἔχει μετοχ. ἀορ. καταφθινήσας, 2. 117C, πρκμ. κατεφθινηκὼς αὐτόθι 621Ε, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 11, 25.- Ἐν Θεοκρ. 25.122 καταφθίνουσι, κεῖται μεταβατ. ἐναντίον τῆς σημασίας καὶ τῆς ποσότητος τῆς λέξεως· ὁ Meineke προτείνει καταφθινύθουσι.
English (Slater)
καταφθίνω wither away met. ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθᾰνε i. e. her words bore fruit and were not wasted (I. 8.46)
Greek Monolingual
καταφθίνω (Α)
(επιτ. τ. του φθίνω) φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι («ἀγρίᾳ νόσῳ καταφθίνοντα», Σοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθίνω «καταστρέφομαι»].
Greek Monotonic
καταφθίνω: [ῐ], φθείρομαι, αφανίζομαι, μαραίνομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· κ. νόσῳ, γήρᾳ, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
to waste away, decay, perish, Hdt., Trag.; κ. νόσῳ, γήρᾳ Soph., Eur.
B. καταφθίω fut. κατα-φθίσω aor1 κατ-έφθῐσα
I. Causal in fut. κατα-φθίσω [ῑ], aor1 κατ-έφθῐσα, to ruin, destroy, Od., Aesch.
II. Pass., epic aor2 κατ-εφθίμην [ῐ], inf. καταφθίσθαι; poet. καπ-φθίμενος:— to be ruined, to waste away, perish, ἤϊα πάντα κατέφθιτο the provisions were all consumed, Od.; ὡς καὶ σὺ καταφθίσθαι ὤφελες oh that thou hadst perished, Od.; σεῖο καταφθιμένοιο if thou wert dead, Il.; ἐκεῖ κατέφθιτο there he died, Aesch.; φέγγος ἡλίου κατέφθιτο the sun's light was gone, Aesch.
German (Pape)
(φθίνω), untergehen, zu Grunde gehen; ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφθινε Pind. I. 7.46; νόσῳ Soph. Phil. 266; Gegensatz θάλλειν, vom Leiden, El. 260; γήρᾳ Eur. Alc. 622; spätere Prosaiker, die auch einen aor. καταφθινήσας, hinschwindend, Plut. consol.Apoll. p. 357, und ein perf. κατεφθίνηκα bilden, Cic. 14, κατεφθινηκὼς τὴν κόμην Arr. Epict. 4.11.25.