παλίγγλωσσος

From LSJ
Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίγγλωσσος Medium diacritics: παλίγγλωσσος Low diacritics: παλίγγλωσσος Capitals: ΠΑΛΙΓΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: palínglōssos Transliteration B: palinglōssos Transliteration C: paligglossos Beta Code: pali/gglwssos

English (LSJ)

ον, Attic παλίγγλωττος, A contradictory, false, ἀγγέλων ῥῆσις Pi.N.1.58; but ἔρις οὐ παλίγγλωσσος = unrelenting strife, Id.Parth.2.63. II of strange tongue or of foreign tongue, πόλις Id.I.6(5).24. III = δύσφημος, Com.Adesp.1098.

German (Pape)

[Seite 447] von widriger, fremder Sprache; πόλις, neben βάρβαρος, Pind. I. 5, 23; aber ῥῆσις παλίγγλωσσος ἀγγέλων, N. 1, 58, ist die widersprechende, falsche; vgl. Poll. 2, 109. 6, 164, wo es δύσφημος, κακόφημος erkl. ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui parle à rebours, faux;
2 qui parle une langue étrangère.
Étymologie: πάλιν, γλῶσσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίγγλωσσος -ον [πάλιν, γλῶσσα] tegensprekend, onwaar, met vreemde taal.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίγγλωσσος:
1 говорящий на непонятном языке (πόλις Pind.);
2 неверный, лживый (ῥῆσις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

παλίγγλωσσος: -ον, ὡς τὸ παλίλλογος, ΙΙ. 2, ἐναντιόφημος, ἀντιφατικός, ψευδής, ἀγγελία Πινδ. Ν. 1. 88. ΙΙ. ὁ λαλῶν παράδοξον ἢ ξένην γλῶσσαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6(5). 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιγγλώσσῳ· βλασφήμῳ».

English (Slater)

πᾰλίγγλωσσος, -ον
   a uttered contrary to fact, lying παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν pr. (N. 1.58)
   b perverse of tongue οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος (I. 6.24)
   c sign. incert. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πιστὰς ἐφίλη[ς.]ν (παλίγγλωσσος coni. Wil.: unrelenting G-H.) Παρθ. 2. 63.

Greek Monolingual

παλίγγλωσσος και πολίγλωσσος, -ον (Α)
1. αντιφατικός, ψευδής
2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.)
3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα
4. δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -γλωσσος (< γλῶσσα)].

Greek Monotonic

πᾰλίγγλωσσος: -ον (γλῶσσα),·
I. αντιφατικός, ψευδής, σε Πίνδ.
II. λέγεται για παράξενη ή ξένη γλώσσα, στον ίδ.

Middle Liddell

πᾰλίγ-γλωσσος, ον, γλῶσσα
I. contradictory, false, Pind.
II. of strange or foreign tongue, Pind.