πολύκαρπος

From LSJ
Revision as of 14:01, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́καρπος Medium diacritics: πολύκαρπος Low diacritics: πολύκαρπος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: polýkarpos Transliteration B: polykarpos Transliteration C: polykarpos Beta Code: polu/karpos

English (LSJ)

ον, A fruitful, ἀλωή Od.7.122, 24.221; χθών Pi.P.9.7 (Sup.); τὸν π. οἰνάνθας βότρυν E.Ph.230 (lyr.); δένδρον Pl.Ti.86c (Comp.), cf. Hp.Insomn.90, etc.; στέφανος μύρτων Ar.Ra.328, cf. IG3.726; rich in fruit, Φρύγες πολυκαρπότατοι Hdt.5.49; θεοί CIG2175. II πολύκαρπον, τό, = κραταιόγονον, Hp.Mul.1.65, acc. to Gal.19.132; = πολύγονον ἄρρεν, Dsc.4.4.

German (Pape)

[Seite 664] mit od. von vielen Früchten, fruchtbar; ἀλωή, Od. 7, 122. 24, 221; χθονὸς πολυκαρποτάτας, Pind. P. 9, 7; τὸν πολύκαρπον οἰνάνθας βότρυν, Eur. Phoen. 238; Φρύγες πολυκαρπότατοι, Her. 5, 49; πολυκαρπότερον σπέρμα, Plat. Tim. 86 c; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;
Cp. πολυκαρπότερος, Sp. πολυκαρπότατος.
Étymologie: πολύς, καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκαρπος -ον [πολύς, καρπός] rijk aan vruchten, vruchtbaar:; ἆσσον ἴεν πολυκάρπου ἀλωῆς hij kwam dichter bij de vruchtbare boomgaard Od. 24.221; π. στέφανος krans vol vruchten Aristoph. Ran. 328; van pers..; πολυκαρπότατοι die de rijkste oogsten binnenhalen Hdt. 5.49.5; epithet van Demeter. Theocr. Id. 10.42.

Russian (Dvoretsky)

πολύκαρπος: обильный плодами, плодородный (ἀλωή Hom.; χθών Pind.; Φρύγες Her.; τὰ φυτά Plut.).

English (Autenrieth)

(καρπός): fruitful, Od. 7.122 and Od. 24.221.

English (Slater)

πολῠκαρπος fruitful νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύκαρπος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτό ή τόπο) αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, εύκαρπος, εύφορος (α. «πολύκαρπο χωράφι» β. «τόθι νιν πολυμήλου και πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός», Πίνδ.)
2. (για πρόσ.) καρπερός, γόνιμος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύκαρπον
το φυτό οποπάναξ
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που παρέχει άφθονους καρπούς
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύκαρπον
είδος φυτού του γένους πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καρπός (Ι) (πρβλ. ολιγό-καρπος)].

Greek Monotonic

πολύκαρπος: -ον, πλούσιος σε φρούτα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, εὔφορος, ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, εἶδος κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.

Middle Liddell

πολύ-καρπος, ον,
rich in fruit, Od., Hdt., attic

English (Woodhouse)

fertile, fruitful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)