πολύμηλος

From LSJ
Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμηλος Medium diacritics: πολύμηλος Low diacritics: πολύμηλος Capitals: ΠΟΛΥΜΗΛΟΣ
Transliteration A: polýmēlos Transliteration B: polymēlos Transliteration C: polymilos Beta Code: polu/mhlos

English (LSJ)

ον (fem. -μήλη Suid.), (μῆλον A) with many sheep or goats, rich in flocks, of persons, Il.2.705, 14.490 (never in Od.), Hes.Op.308; of places, Il.2.605, Pi.P.9.6 (where codd. have πολύμηλος correctly; πολύμᾱλος in O.1.12, if correct, means rich in tree-fruit).

German (Pape)

[Seite 666] dor. πολύμαλος, viele Schafe od. Ziegen habend; bei Hom. Il. u. Hymn. Beiwort von Menschen u. Gegenden; Hes. nur von Menschen, O. 306; χθών, Pind. P. 9, 6; Σικελία, Ol. 1, 12; πολυμηλοτάτην ἑστίαν οἰκεῖς, Eur. Alc. 591. – Es könnte auch »äpfel-, obstreich« bedeuten. – S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
riche en moutons, p. ext. en troupeaux.
Étymologie: πολύς, μῆλον¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμηλος -ον [πολύς, μῆλον] rijk aan schapen.

Russian (Dvoretsky)

πολύμηλος: дор. πολύμᾱλος 2 богатый мелким скотом (овцами и козами) (Φόρβας Hom.; Σικελία Pind.; ἑστία Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμηλος: -ον, (μῆλον) ὁ ἔχων πολλὰ πρόβατα ἢ αἶγας, πλούσιος εἰς ποίμνια, ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 705, Ξ. 490 (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· ἐπὶ χωρῶν, Ἰλ. Β. 605, Πινδ. Ο. 1. 19, Π. 9. 11 (ἔνθατύπος πολύμᾱλος εἶναι ἐσφαλμένος, διότι οἱ Δωριεῖς οὐδέποτε ἔλεγον μᾶλα ἀλλὰ μῆλα (τὰ πρόβατα), Ahrens D. Dor. 153)· ὑπερθ., Εὐρ. Ἀλκ. 588.

English (Autenrieth)

rich in sheep or flocks. (Il.)

English (Slater)

πολύμηλος, -ον rich in flocks (v. Forssman, 62ff.) ἐν πολυμήλῳ Σικελίᾳ (πολυμάλῳ v.l., fort. recte: cf. Σ gloss. ad φερεμήλους Πα. . 3, πολυμα<hi rend=""over"">ηλους) (O. 1.12) νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.6)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολλά κοπάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μηλος (< μῆλον «πρόβατο»), πρβλ. εύ-μηλος].

Greek Monotonic

πολύμηλος: -ον (μῆλον), αυτός που έχει πολλά πρόβατα ή γίδες, πλούσιος σε κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-μηλος, ον, μῆλον
with many sheep or goats, rich in flocks, Il., Hes., Eur.