βράχω

From LSJ
Revision as of 10:46, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source

German (Pape)

[Seite 463] nur aor. (onomatopoet.), rasseln, krachen, dröhnen; Hom. öfters, aber nur in den Formen ἔβραχε und βράχε; s. βράχε Iliad. 12, 396. 13, 181. 14, 420. 21, 9. 387, ἔβραχε Iliad. 4, 420. 5, 838. 859. 863. 16, 468. 566 Odyss. 21, 49; χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσιν ἄνακτος ὀρνυμένου Il. 4, 420; τεύχεα 12, 396; φήγινος ἄξων 5, 838; vom todt hinstürzenden Pferde 16, 468; ῥέεθρα 21, 9; χθών 21, 387, vom Kampfe; vom schreienden Ares 5, 859; vom Krachen einer Thür, Od, 21, 49; – αἰθήρ Ap. Rh. 4, 642, der es auch für befehlen mit Geschrei braucht, 2, 573, sequ. inf.

French (Bailly abrégé)

1 retentir, résonner;
2 craquer, grincer;
3 pousser un cri terrible.
Étymologie: R. Βραχ, retentir.

Russian (Dvoretsky)

βράχω: (только 3 л. sing. aor. 2 ἔβρᾰχε и βράχε)
1 звучать, звенеть или лязгать, бряцать (βράχε τεύχεα χαλκῷ Hom., Hes.);
2 гудеть (βράχε χθών Hom.);
3 трещать (ἔβραέ φήγινος ἄξων Hom.);
4 стонать, выть (ἔβραχε Ἄρης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

βράχω: ῥίζα ἧς εὑρίσκεται τὸ γʹ ἑνικ. τοῦ ἀορ. βʹ ἔβραχε ἢ βράχε, ‒ ῥῆμα ὠνοματοπ., κροτῶ, βροντῶ, Ἰλ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὅπλων καὶ ὁπλισμοῦ, δεινὸν ἔβραχε χαλκὸς Δ. 420· βράχε τεύχεα χαλκῷ Μ. 396, κτλ.· οὕτω, βράχε δ’ εὐρεῖα χθὼν (ἐκ τοῦ κρότου τῆς μάχης) Φ. 387· ὡσαύτως ἐπὶ χειμάρρου, ῥοθῶ, παταγῶ, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα αὐτόθιτρίζω, ὁ δ’ ἔβραχε φήγινος ἄξων Ε.838 · κραυγάζω,«ξεφωνίζω» ἐκ τοῦ πόνου, ὁ δ᾽ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης αὐτόθι 859· ὁ δ᾽ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων (ἐπὶ τετρωμένου ἵππου) Π. 468.

English (Autenrieth)

aor. ἔβραχε, βράχε: clash, crack, bray , (a word whose applications are difficult to reconcile); of armor, an axle, Il. 5.838; the earth (cf. ‘crack of doom’), Il. 21.387; a river, Il. 21.9; a door, Il. 21.49; the wounded Ares, Il. 5.859, 863 a horse, Il. 16.468.

Greek Monotonic

βράχω: ρίζα που βρίσκεται μονάχα στο γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ ἔβραχε ή βράχε, κροταλίζω, βροντώ, τραντάζω, συγκρούω, κτυπώ· λέγεται για τον οπλισμό· χρησιμοποιείται για χείμαρρο, κάνω πάταγο· λέγεται και για τον τροχό, τρίζω· επίσης λέγεται και για τον τραυματισμένο, ουρλιάζω, σκούζω, μουγκρίζω· όλα σε Ομήρ. Ιλ.