παρακαθίημι
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
A let down beside, of the nautilus, ἀντὶ πηδαλίων τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι lets down some of its feelers... Arist.HA622b14; let drop or sink by the side, τὰς χεῖρας Plu.Nic.9; δακτύλιον Id.2.63e: abs., send out side-roots, Thphr.HP8.2.3:—Med., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο E.Hel.1536. 2 intr. (sc. ἑαυτόν), sink down, π. τοῖς σώμασι διὰ τὸν κόπον Plb.35.1.4.
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἵημι), nebenbei oder an der Seite herabschicken; πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρα καθίετο, Eur. Hel. 1551; Arist. H. A. 9, 38; τὸν δακτύλιον παρακαθῆκε, fallen lassen, Plut. ad. et am. discr. 32; τὰς χεῖρας, Nic. 9; – intrans., παρακαθιέναι τοῖς σώμασι, nachlassen, Pol. 35, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
laisser tomber, acc..
Étymologie: παρά, καθίημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καθίημι laten zakken (naast).
Russian (Dvoretsky)
παρακαθίημι: тж. med.
1 спускать (πηδάλια ζεύγλαισι Eur.); опускать (τὰς χεῖρας Plut.);
2 ронять (τὸν δακτύλιον Plut.);
3 (sc. ἑαυτόν) опускаться (τοῖς σώμασι Polyb.).
Greek Monolingual
Α
1. κατεβάζω ή αφήνω κάτι να κρέμεται ή να πέσει κάτω και κοντά μου
2. καταπίπτω, πέφτω καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίημι «αφήνω, ρίχνω, καταβιβάζω»].
Greek Monotonic
παρακαθίημι: μέλ. -καθήσω, αφήνω δίπλα μου, βάζω παραδίπλα· στη Μέσ., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, ξένησε την παραίτηση του πηδαλίου δίπλα στη λαγουδέρα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθίημι: μέλλ.· -καθήσω, καταβιβάζω προσέτι ἢ πλησίον, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο Εὐρ. Ἑλ. 1536: οὕτως ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, ἀντὶ πηδαλίου τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι, καταβιβάζει τινὰς τῶν πλοκάμων του …, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 30, πρβλ. Ἀθήν. 318Α· - καταβιβάζω πλησίον μου ἢ ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κάτω πλησίον μου, τὰς χεῖρας Πλουτ. Νικ. 9· ὁ μὲν ἡσυχῇ παρακαθῆσε (τὸν δακτύλιον) ὁ αὐτ. 2. 63Ε. 2) ἀμεταβ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), καταπίπτω, παρακαθιέναι τοῖς σώμασι Πολύδ. 35. 1. 4.
Middle Liddell
fut. -καθήσω
to let down beside: inMid., πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο caused the rudder to be let down beside the rudder-bars, Eur.