τρυμαλιά

From LSJ
Revision as of 19:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡμᾰλιά Medium diacritics: τρυμαλιά Low diacritics: τρυμαλιά Capitals: ΤΡΥΜΑΛΙΑ
Transliteration A: trymaliá Transliteration B: trymalia Transliteration C: trymalia Beta Code: trumalia/

English (LSJ)

ἡ, = τρύμη, hole, Sotad. 1 (sens. obsc.), LXX Je.13.4, al.; ἡ τ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, Ev.Marc.10.25; βελόνης Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; mesh, Aesop.26.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
= τρύμη (sens obscène).

French (New Testament)

trou (d'une aiguille)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυμαλιά -ᾶς, ἡ [τρύω] gat, oog (van een naald).

German (Pape)

[ῡ], ἡ, = τρύμη, Loch; Sotad. bei Ath. XIII.621a; NT.

Russian (Dvoretsky)

τρῡμᾰλιά: и τρῡμαλιή ἡ NT, Plut. = τρύπη.

English (Strong)

from a derivative of truo (to wear away; akin to the base of τραῦμα, τρίβος and τρώγω); an orifice, i.e. needle's eye: eye. Compare τρύπημα.

English (Thayer)

τρυμαλιᾶς, ἡ (equivalent to τρυμα, or τρύμη, from τρύω to wear away, perforate), a hole (eye of a needle): R G in Sotades in Plutarch, mor., p. 11a. (i. e., de educ. puer. § 14); Geoponica.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α
(στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή της βελόνας
αρχ.
οπή, τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό της λ. βλ. λ. αρμαλιά)].

Greek Monotonic

τρῡμᾰλιά: ἡ (τρύω) = τρύμη, τρύπα, οπή, ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος, οπή βελόνας, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

τρῡμᾰλιά: ἡ, (τρύω) τρύμη. ὀπή, Σωτάδ. παρ’ Ἀθην. 621Α, Ἑβδ. (Ἱερ. ΙΓ΄, 4, κ. ἀλλ.)· ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος, ἡ ὀπὴ τῆς βελόνης (πρβλ. τρύπημα), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 25, πρβλ. κ. Λουκ. ιη΄, 25.

Middle Liddell

τρῡμᾰλιά, ἡ, τρύω = τρύμη
a hole, ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, NTest.

Chinese

原文音譯:trumali£ 特呂馬利阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:孔 相當於: (נָקִיק‎) (סָעִיף‎)
字義溯源:針眼,孔(洞),眼;源自(Τρυφῶσα)X*=磨損),類似: (τραῦμα)=傷處, (τρίβος)=路徑, (τρώγω)=齧咬*,咀嚼。比較: (τρῆμα / τρύπημα)=小孔
出現次數:總共(2);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 眼(2) 可10:25; 路18:25