δειγματίζω

From LSJ
Revision as of 20:04, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειγμᾰτίζω Medium diacritics: δειγματίζω Low diacritics: δειγματίζω Capitals: ΔΕΙΓΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: deigmatízō Transliteration B: deigmatizō Transliteration C: deigmatizo Beta Code: deigmati/zw

English (LSJ)

A make a show of, Ep.Col.2.15; make an example of, Ev.Matt.1.19; furnish a sample, in Pass., PTeb. 576 (i B.C./i A.D.); δειγματισθήσεται… ἀπολέσθαι will be proved to .., PRyl.1.28.32 (iv A.D.). 2 make trial of, test, PHolm.18.20, 22.29. II intr., appear, Ar.Byz.Epit.41.19, Hp.Ep.19 (in Hermes53.67).

Spanish (DGE)

I 1someter a prueba, comprobar καθαίρει καὶ διγμαδίζει αὐτό (σῖτον) PZen.Col.82.10 (III a.C.), ἐπιχάλα τὰ ἔρια καὶ δειγμάτιζε PHolm.126, cf. 108, en v. pas. ὑπόταυρος ἐὰν ἅλληται, δειγματισθήσεται ὅ τοι οὗτ[ο] ς ἀπολέσθαι si el perineo tiene un pálpito, se comprobará que el tal va a morir Melamp. en PRyl.28.32
abs. hacer una prueba εἰ οὖν σοι δοκεῖ καὶ ἐάσης με δειγματίσαι πρὸς αὐτούς si te parece bien y me dejas que haga una prueba frente a (lo que han hecho) ellos, PCair.Zen.484.18 (III a.C.).
2 poner en evidencia, exponer a la vergüenza pública μὴ θέλων αὐτὴν δειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν Eu.Matt.1.19, τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας Ep.Col.2.15, τοὺς γὰρ ἀκολάστους ἐλέγχει καὶ δειγματίζει ὁ χρόνος Sch.E.Hipp.426.
II intr. mostrarse, aparecer ὅταν καὶ ταῖς θηλείαις τὰ καταμήνια δειγματίζει a la edad en que aparece la menstruación en las hembras Ar.Byz.Epit.41.19.

German (Pape)

[Seite 534] zum Beispiel aufstellen, N. T.

French (Bailly abrégé)

faire un exemple ; proposer un exemple;
NT: donner en spectacle ; se moquer.
Étymologie: δεῖγμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειγματίζω [δεῖγμα] aan de kaak stellen:. τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν hij heeft de overheden en machthebbers aan de kaak gesteld NT Col. 2.15.

Russian (Dvoretsky)

δειγμᾰτίζω: изобличать, выставлять на позор (τινά NT).

English (Strong)

from δεῖγμα; to exhibit: make a show.

English (Thayer)

1st aorist ἐδειγματισα; (δεῖγμα); to make an example of, to show as an example; τινα, to expose one to disgrace (cf. παραδειγματίζω, θεατρίζω): L T Tr WH; Act. Petr. et Paul. § 33; Winer's Grammar, 25 (24); 91 (87); δειγματισμος occurs on the Rosetta stone, line 30; Boeckh, Inscriptions 4697. Compare: παραδειγματίζω.)

Greek Monolingual

(AM δειγματίζω) δείγμα
χρησιμοποιώ δείγμα από εμπόρευμα για να το δοκιμάσει ή να το ελέγξει ο αγοραστής
μσν.
δείχνω («διὰ τῆς χειρὸς δειγματίσας τοῦτον»)
αρχ.
προβάλλω κάποιον ως παράδειγμα.

Greek Monotonic

δειγματίζω: μέλ. -σω (δεῖγμα), κάνω επίδειξη κάποιου πράγματος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

δειγματίζω: ἐκθέτω τι, ἐπιδεικνύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. α'19, Ἐπ. π. Κολοσσ. β', 15, Χρυσόστ. 7.307,πρβλ. παραδειγμ-.

Middle Liddell

δεῖγμα
to make a show of, NTest.

Chinese

原文音譯:deigmat⋯zw 得格馬提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:顯示(化)
字義溯源:陳列,作榜樣,顯示出來,展示;源自(δεῖγμα)=樣品);而 (δεῖγμα)出自(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 他⋯展示(1) 西2:15