πολυετής
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ές, A after many years, π. σεσωσμένος E.Or.473; π. μολεῖν Id.Hel.651 (lyr.). II lasting many years, βίος OGI383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); ζωή, πόλεμοι, Ph.2.364, 1.677; δουλεία Luc.Merc.Cond.17; χρόνος Sor.1.33; full of years, γῆρας LXX Wi.4.16; old, ἐλέφας Hld.10.25; οἶνος Dsc.2.76; keeping for many years, of a remedy, Aët.9.24.
German (Pape)
[Seite 662] ές, vieljährig, bejahrt; Eur. Or. 473 Hel. 657; Luc. Herm. 50; χρόνος, Poll. 1, 58.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
(qu’on désire, qu’on attend, qu'on revoit) après de longues années.
Étymologie: πολύς, ἔτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυετής -ές [πολύς, ἔτος] vele jaren durend:. δουλεία slavernij Luc. 36.17. na lange tijd: (als pred. adj. ). ἔμενον ἐκ Τροίας πολυετῆ μολεῖν ik wachtte erop dat hij na vele jaren zou terugkeren uit Troje Eur. Hel. 651; ὡς... ἥκοι... πολυετὴς σεσωμένος dat hij na vele jaren behouden thuis is gekomen Eur. Or. 473.
Russian (Dvoretsky)
πολυετής:
1 проживший много лет, престарелый (π. καὶ μακρόβιος Luc.);
2 отсутствовавший много лет: ὃν ἔμενον πολυετῆ μολεῖν Eur. возвращения которого я прождал(а) столько лет.
Greek (Liddell-Scott)
πολυετής: -ές, ὁ πολλῶν ἐτῶν, ἢ ὁ μετὰ πολλὰ ἔτη, ἔκλυον ὡς ἐς Ναυπλίαν ἥκοι σὺν ἀλόχῳ πολυετής, μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, Εὐρ. Ὀρ. 473, Ἑλλ. 651. ― Κατὰ Πολυδ.: «χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωπος ἢ οἶνος, καὶ ὁμοίως ὀλιγοετὴς» Α. 58.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῖς πόλεμοι», Φίλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πολυετές φυτό»
βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια
β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη μορφή υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως είναι οι βολβοί
γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο τμήμα έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και κατά τον χειμώνα
αρχ.
1. (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει πολλά χρόνια («νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη ηλικία, γέρος, παλαιός («χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωπος ἢ οἶνος καὶ ὁμοίως ὀλιγοετής», Πολυδ.)
3. αυτός που συμβαίνει μετά από πολλά χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. πολυ- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. τρι-ετής].
Greek Monotonic
πολυετής: -ές (ἔτος), αυτός που έχει πολλά χρόνια, που είναι γεμάτος από αυτά, σε Ευρ.