ἐκπρολείπω

From LSJ
Revision as of 12:08, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπρολείπω Medium diacritics: ἐκπρολείπω Low diacritics: εκπρολείπω Capitals: ΕΚΠΡΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: ekproleípō Transliteration B: ekproleipō Transliteration C: ekproleipo Beta Code: e)kprolei/pw

English (LSJ)

A forsake, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Od.8.515, cf. Thgn.1136; βίον IG14.2123. II spare, Ps.-Phoc. 85.

Spanish (DGE)

1 dejar atrás, abandonar lugares κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες abandonando su cóncava madriguera, Od.8.515, Ἄϊδος ... δόμον Antim.112.2, cf. IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.), pers. al partir o morir ἄλλοι (θεοί) δ' Οὔλυμπόνδ' ἐκπρολιπόντες (ἀνθρώπους) ἔβαν Thgn.1136, ἄλοχον ... οἴκῳ GVI 1297.5 (Naxos I a.C.), la vida o expr. equiv. μοχθηρὸν μερόπων ... βίον IUrb.Rom.1379.4 (II/III d.C.), γλυκε<ρὸν> φάος ἀελίοιο IUrb.Rom.1255.3 (II/III d.C.).
2 dejar con vida, perdonar la vida de μητέρα δ' ἐκπρολίποις, ἵν' ἔχῃς πάλιν τῆσδε νεοσσούς Ps.Phoc.85.

German (Pape)

[Seite 777] herausgehen u. verlassen; λόχον ἐκπρολιπόντες Od. 8, 515; Theogn. 1136; Phocyl. 80.

French (Bailly abrégé)

abandonner.
Étymologie: ἐκ, προλείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπρολείπω: оставлять: κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Hom. выйдя из полой засады, т. е. из деревянного коня.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρολείπω: καταλείπω, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, φείδομαι, Ψευδο-Φωκ. 80.

English (Autenrieth)

only aor. 2 part. ἐκπρολιπόντες, going forth and leaving, the wooden horse, Od. 8.515†.

Greek Monolingual

ἐκπρολείπω (Α)
1. εγκαταλείπω, εξέρχομαι
2. αφήνω κάποιον.

Greek Monotonic

ἐκπρολείπω: μέλ. -ψω, παρατώ, αφήνω, αρνούμαι, εγκαταλείπω, απαρνιέμαι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to forsake, abandon, Od.