πικρίζω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
to be or taste bitter, Str.11.2.17, Archig. ap. Orib.8.1.37; π. ἐν τῇ γεύσει Dsc.1.20.
German (Pape)
[Seite 614] bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.
French (Bailly abrégé)
avoir un goût d'amertume.
Étymologie: πικρός.
Greek (Liddell-Scott)
πικρίζω: ὡς καὶ νῦν, εἶμαι πικρὸς ἢ ἔχω γεῦσιν πικράν, Στράβ. 498. Κλήμ. Ἀλ. 893.
Greek Monolingual
Ν ΜΑ πικρός
έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.)
νεοελλ.
1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση
2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι.
Greek Monotonic
πικρίζω: μέλ. -σω (πικρός), είμαι πικρός ή έχω πικρή γεύση, σε Στράβ.