ἐπεμπίπτω

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2, $3.<br")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεμπίπτω Medium diacritics: ἐπεμπίπτω Low diacritics: επεμπίπτω Capitals: ΕΠΕΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epempíptō Transliteration B: epempiptō Transliteration C: epempipto Beta Code: e)pempi/ptw

English (LSJ)

A fall upon, attack furiously, ἀλλήλοις Ph.2.109; ποίμναις ἐπεμπίπτειν βάσιν S.Aj. 42. 2 fall to, set to work, Ar.Pax471. 3 fit in, of cogs, v.l. in Heliod. ap. Orib.49.4.65.

German (Pape)

[Seite 915] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen; βάσιν τινι, hineinstürmen auf, Soph. Ai. 42; sich worauf legen, καὶ σπουδάζω Ar. Pax 463; Sp.

French (Bailly abrégé)

tomber sur, se jeter sur, attaquer.
Étymologie: ἐπί, ἐμπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεμπίπτω:
1 (тж. ἐ. βάσιν Soph.) нападать, бросаться (τινί Soph.): ἐ. ὤμῳ Theocr. поразить в плечо;
2 перен. с жаром набрасываться, наваливаться (ἐ. καὶ σπουδάζειν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπιπίπτω κατά τινος, προσβάλλω αὐτὸν μανιωδῶς, ἐπεμπίπτει τοῖς ἐχθροῖς Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 8, 4· τί δῆτα ποίμναις τήνδ’ ἐπεμπίπτει βάσιν; τότε λοιπόν διὰ τὶ ἔκαμε ταύτην τὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῶν ποιμνίων; Σοφ. Αἴ. 42. 2) συντόνως πράττω τι, μετὰ σπουδῆς καταγίνομαι εἰς αὐτό, Λατ. incumbere, οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω; Ἀριστοφ. Εἰρ. 471.

Greek Monolingual

ἐπεμπίπτω (Α)
1. επιτίθεμαι ορμητικά, προσβάλλω χτυπώντας αιφνιδιαστικά
2. ασχολούμαι με ζήλο («οὔκουν ἕλκω κἀξαρτῶμαι κἀπεμπίπτω καὶ σπουδάζω», Αριστοφ.)
3. συναρμολογώ, ταιριάζω.

Greek Monotonic

ἐπεμπίπτω: μέλ. -εμπεσοῦμαι,
1. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιτίθεμαι, προσβάλλω με μανία, τινί, σε Σοφ.
2. επιπίπτω, πράττω, καταγίνομαι με κάτι, καταπιάνομαι, Λατ. incumbere, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -εμπεσοῦμαι
1. to fall upon besides, attack furiously, τινί Soph.
2. to fall to, set to work, Lat. incumbere, Ar.