κεραμικός
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
κεραμική, κεραμικόν, ceramic, of pottery or for pottery, γῆ κεραμική = potter's earth, Hp.Int.7, cf. Sannyr.4; κεραμικὴ ῥύμη = Κεραμεικός, Ar. Ec.4; κ. κέραμος IG42(1).102.281 (Epid., iv B.C.); ὁ κεραμικὸς τροχός Str.7.3.9; κ. μάστιξ, Com.Phrase for ostracism, Com.Adesp.33; ἐργαστήριον PFlor.50.68 (iii A.D.); ἡ κεραμική (sc. τέχνη) the potter's art, pottery, Pl.Plt.288a; v. κεραμεικός.
German (Pape)
[Seite 1420] = Folgdm; ῥύμη Ar. Eccl. 4; bei Plat. Polit. 288 a ist v.l. κεραμεική, sc. τέχνη; – τροχός Strab. VII, 303, wie Plut. gen. Socr. 20 M.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'argile.
Étymologie: κέραμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμικός -ή -όν [κέραμος] pottenbakkers-; subst. ἡ κεραμική ( sc. τέχνη) pottenbakkerskunst; τὸ κεραμικόν pannendak.
Russian (Dvoretsky)
κερᾰμικός: гончарный (τροχός Xen., Plut.; ῥύμη Arph.; σκεύη NT).
English (Strong)
from κέραμος; made of clay, i.e. earthen: of a potter.
English (Thayer)
κεραμικη, κεραμικον (κέραμος);
1. in classical Greek of or belonging to a potter: hence, κεραμικὴ γῆ, such as a potter uses, Hippocrates; τέχνη, Plato, polit., p. 288a.
2. in the Bible made of clay, earthen: κεραμεοῦς, κεραμεα, κεραμεουν, and κεραμιος (others κεραμειος), cf. Lob. ad Phryn., p. 147; (Winer's Grammar, 99 (94)).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κεραμικός, -ή, -όν) κέραμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του («γῆ κεραμική» — χώμα κατάλληλο για το έργο του κεραμέα, Ιπποκρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της κατασκευής πήλινων αντικειμένων που βασίζεται στην ιδιότητα του αργίλου να δίνει με το νερό ρευστή και εύπλαστη μάζα η οποία όταν ψηθεί γίνεται σκληρή και ανθεκτική
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεραμικό
πήλινο αντικείμενο και ειδ. αγγείο.
Greek Monotonic
κερᾰμῐκός: -ή, -όν (κέραμος), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεραμική, σε Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ἔργον τοῦ κεραμέως, γῆ κερ., κατάλληλος διὰ τὴν ἐργασίαν τοῦ κεραμέως, Ἱππ. 535, 27, Σαννυρίων ἐν «Γέλωτι» 4· ὁ κερ. τροχὸς Στράβ. 303, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· κ. μάστιξ, κωμ. φράσις δηλοῦσα τὸν ὀστρακισμόν, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 4. 638. ― ἡ κεραμικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κεραμέως, ἡ κεραμευτική, Πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ἡμαρτημένως φέρεται κεραμεικός, ὡς: τροχὸς τῶν κεραμεικῶν Ξεν. Συμπ. 7, 2, πρβλ. Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 147.
Middle Liddell
κερᾰμῐκός, ή, όν κέραμος
of or for pottery, Xen., etc.
Chinese
原文音譯:keramikÒj 咳拉米可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(可)握住(的)
字義溯源:陶器的,陶工的,泥作的,土製的,窯戶的;源自(κέραμος)*=陶器)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 窯戶(1) 啓2:27