σφείς

From LSJ
Revision as of 10:35, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

Α
(προσ. αντων. γ' προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων
2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῖς
3. (αιτ.) σφᾱς και σφας, επικ. και ιων. τ. σφέας και εγκλιτ. σφεας, κατ' αποκοπή σφε, αιολ. τ. ἄσφε, συρακ. τ. ψε. Σπαν. δοτ. εν. σφι(ν). Στην ιων. πεζογραφία απαντά και ουδ. εν. σφέα, και πληθ. σφε
II. ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αντί της οριστ. αντων.) αυτοί, αυτές («ἐκ γὰρ σφέων φρένας εἵλετο Παλλὰς Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.)
2. (σπαν. αντί της αυτοπαθούς αντων.) ἑαυτών, αὑτῶν
3. σε συνδυασμό με τις πλάγιες πτώσεις της δεικτ. αντων. αὐτῶν, αὐτούς κ.λπ. σχηματίζει τις πλάγιες πτώσεις του πληθ. της αυτοπαθούς αντωνυμίας («Κερκυραῖοι σφῶν αὐτῶν τοὺς εχθρούς δοκοῦντας εἶναι ἐφόνευον», Θουκ.)
4. (σπαν. αντί της αλληλοπαθούς αντων.) ἀλλήλων («ποθεινοτέρως σφῶν αὐτῶν ἔχειν», Ξεν.)
5. (σπαν. στον εν.) αυτός, αυτή, αυτό («ἀνθ' ὧν ἔπασχον εὖ, τελεσφόρον χάριν δοῦν αί σφιν», Σοφ.)
6. (αντί της προσωπ. αντων. β' πρόσ.) ὑμεῖς
7. (αντί της προσωπ. αντων.) ἡμεῖς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωπική αντωνυμία του γ' προσώπου οὗ, οἵ, ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swe- / sewe- (βλ. λ. οὗ, οἵ, ). Το θέμα, ωστόσο, του πληθ. παρουσιάζει δυσκολίες. Είναι πιθανό ότι όλη η κλίση του πληθ. βασίστηκε στη δοτική σφι(ν), που σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας s-και την κατάλ. της οργανικής πτώσης (πρβλ. ναῦφι). Η μαρτυρία του αρκαδικού τ. δοτ. σφεῖς (πρβλ. και μυκην. pei) με τελικό σίγμα αναλογικά προς την β' κλίση (-οις/-οισι) οδηγεί στο να υποθέσει κανείς την ύπαρξη αμάρτυρου τ. δοτ. σ-φει, παράλληλου του σφι, που θα αντιστοιχούσε καλύτερα στο παλαιό λατ. sibei, από το οποίο προήλθε το sibi. Στη διάλεκτο τών Συρακουσών υπάρχει τ. δοτ. ψιν, ενώ το λεσβ. ἄσφι είναι δυσερμήνευτο. Ο τ. της δοτ. σφι(ν) αντικαταστάθηκε γρήγορα από τον τ. σφίσι(ν), που σχηματίστηκε με την κατάλ. -σι της γ' κλίσης τών ονομάτων. Όλη η κλίση λοιπόν του πληθ. της προσ. αντων. του γ' προσώπου βασίστηκε σε θ. σφ- και ο παραλληλισμός μεταξύ τών σφι και ἄμμι του α' προσώπου οδήγησε κατά το πρότυπο του ἄμμε στον σχηματισμό αιτιατικής σφε, ενώ η διάλεκτος τών Συρακουσών έχει ψε και η λεσβ. ἄσφε. Σχηματίστηκαν επίσης οι τ. σφέας/σφᾶς, κατά τα ἡμέας/ἡμᾶς. Στη γενική απαντούν οι ομηρικοί τ. σφείων/σφέων και σφων, που χρησιμοποιείται στην αττ. διάλεκτο. Η ονομ. σφεις (πρβλ. ἡμεῖς) είναι μάλλον ο λιγότερο αρχαϊκός τ. Στην ιων. διάλεκτο σχηματίστηκε και ονομ.-αιτ. ουδ. σφεα, τ. σπάνιος και μτγν. γιατί η αντων. σφείς χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει πρόσωπο. Ο Όμηρος, τέλος, παρέχει και δυϊκό αριθμό σφωε/σφωϊν, πάντοτε εγκλιτικό. Ο τ. της οριστικής αντωνυμίας αὐτός αντικατέστησε τελικά το θ. swe- της προσ. αντωνυμίας του γ' προσώπου. Από το θ. του πληθ. σφε- σχηματίστηκαν και οι κτητικές επιθετικές αντωνυμίες σφεός/σφός «δικός τους» (πρβλ. ἐμός, σός) και σφέ-τερος (με κατάλ. -τερος, πρβλ. ἡμέτερος, ἕτερος), που χρησιμοποιήθηκε και στην αττ. διάλεκτο για δήλωση τόσο άμεσης όσο και έμμεσης αυτοπάθειας, συχνά μάλιστα μαζί με το αὐτῶν].