σκάφιον
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
[ᾰ] (A) (not σκαφίον), τό, Dim. of σκάφη,
A small bowl or small basin, Thphr.CP4.16.3, PLond.2.402 ii 13 (ii B.C.), PHamb.10.36 (ii A.D.), etc.; used in baths, Lyc. ap. Ath.11.501f; small cup, Phylarch. 44 J., Inscr.Délos 442 B 43, al. (ii B.C.).
2 woman's chamber pot or woman's night stool, Ar.Th.633, Eup.46.
II a fashion of hair-cutting (borrowed from the Scythians), in which the hair was cut close off round the head, so as to leave it only on the crown, which then looked like a bowl, σκάφιον ἀποκεκαρμένη Ar.Th.838; σ. ἀποτετιλμένος Id.Av.806: hence,
2 crown of the head, ἵνα μὴ καταγῇς τὸ σ. Id.Fr.604.
b occiput, Ruf.Oss.2.
c name of a bandage for the head, Sor.Fasc.3.
III in plural, = ἰσχία, τά, Poll.2.183.
IV = σκαφεῖον 1, Hp.Fract.8.
[ᾰ] (B), τό, Dim. of σκάφος (B),
A small boat, Str. 17.1.50, Hld.10.4.
German (Pape)
[Seite 890] τό, dim. von σκάφη, σκάφος (nicht σκαφίον zu accentuiren); – 1) kleine Wanne, kleiner Trog, kleines Gefäß, Schälchen, Näpfchen; Theophr. u. A.; vgl. Ar. σκάφιον Ξένυλλ' ᾔτησεν· οὐ γὰρ ἦν ἀμίς, Thesm. 633, wie bei Iuvenal 6, 262 scaphium ein nachenförmiger Nachttopf für Weiber ist; ein Becher, Ath. IV, 142 d XI, 475 c. – Eine Art Brennspiegel, mit welchem die Vestalinnen das Feuer anzündeten, Plut. Num. 9; – eine Wurfschaufel, πτύον, Schol. Ar. Av. 806. – 2) eine besondere Art, die Haare zu scheeren, wenn man bloß auf dem Wirbel einen Haarschopf stehen ließ und ringsherum Alles kahl wegschor, κουρᾶς γένος, το ἐν χρῷ, Schol. Ar. Av. 806, wo steht κοψίχῳ γε σκάφιον ἀποτετιλμένῳ; vgl. Thesm. 838, αὐτὴν καθῆσθαι σκάφιον ἀποκεκαρμένην, wo der Schol. es für eine Art κουρᾶς δουλικῆς erkl.; Harpocr. führt auch aus Ar. Γῆρας diese Bdtg an; vgl. noch Schol. Luc. Lexiph. 5, wo οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην steht. – Es wird aber auch für den Wirbel oder den ganzen obern Schädel selbst gebraucht; Poll. 2, 80 sagt, es stehe = κεφαλή bei Ar. – 3) wie σκαφίδιον, ein kleines Grabscheit od. eine kleine Hacke, bes. ein Werkzeug der Athleten zur Uebung im Graben, Plut. Arat. 3; nach Schol. Theocr. 4, 10 = dem attischen ἄμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάφιον -ου, τό [σκάφη] ook geschreven σκαφίον, zie ook σκαφεῖον kom, pot; overdr.. σκάφιον ἀποκεκαρμένην met bloempotkapsel Aristoph. Th. 838. brandspiegel. Plut. Num. 9.13.
Russian (Dvoretsky)
σκάφιον: (ᾰ) и σκᾰφίον τό [demin. к σκάφη
1 мотыга или заступ Plut.;
2 таз, миска Arph.;
3 зажигательное стекло (Plut. - v.l. σκαφεῖον);
4 скифская стрижка, т. е. чуб на макушке выбритой головы: σ. ἀποκεκαρμένος или σ. ἀποτετιλμένος Arph. с чубом на бритой голове.
Greek (Liddell-Scott)
σκάφιον: [ᾰ] (οὐχὶ σκαφίον), τό, ὑποκορ. τοῦ σκάφη, μικρὰ σκάφη ἢ λεκάνη, Θεοφρ.π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 3· ἐν χρήσει ἐν τοῖς λουτροῖς, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 501Ε, παρ’ Ἡσύχ. ἐν λ. χύτλον· μικρὸν ποτήριον, Ἀθήν. 142D. κτλ. 2) γυναικὸς οὐροδοχεῖον νυκτερινόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 633, πρβλ. Α. Β. 301· οὕτω Λατιν. scaphium παρὰ τῷ Ἰουβεν. 6. 264. 3) κοῖλον κάτοπτρον χρησιμεῦον πρὸς συγκέντρωσιν τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, δι’ οὗ αἱ Ἑστιάδες παρθένοι ἀνῆπτον τὸ πῦρ, Πλουτ. Ἄρατ. 3, καὶ (ἐν τῷ τύπῳ σκαφεῖον) ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 9· πρβλ. ὕαλος. ΙΙ. τρόπος τοῦ κείρειν τὴν κόμην (παραληφθεὶς ἀπὸ τῶν Σκυθῶν), καθ’ ὅν αὕτη ἐκείρετο μέχρι τοῦ δέρματος ὁλόγυρα περὶ τὴν κεφαλήν, οὕ ὡς ὥστε νὰ μένωσι τρίχες ἐξέχουσαι μόνον ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ἡ ὁποία οὕτως ἐφαίνετο ὥς τις λεκάνη, σκάφιον ἀποκεκαρμένος, ἔχων κεκαρμένην τὴν κόμην κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 838· σκάφιον ἀποτετιλμένος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 806· - ἐντεῦθεν, 2) ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, μὴ καταγῇς τὸ σκάφιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 502. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἰσχία. τά, Πολυδ. Β΄, 183. IV. σκαφεῖον, Ἱππ. Ἀγμ. 757.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.)
2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῖς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῖς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.)
3. μικρό ποτήρι («κάδος καὶ σκαφίον ἀργυροῦν δύο κοτύλας χωροῦν», Φύλαρχ.)
4. σκαφοειδές νυκτερινό ουροδοχείο τών γυναικών
5. σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών σύμφωνα με τον οποίο ξύριζαν τα μαλλιά κυκλικά γύρω από το κεφάλι και μέχρι το δέρμα, αφήνοντας μόνο λίγες τρίχες στην κορυφή, η οποία έτσι έμοιαζε με λεκάνη («σκάφιον ἀποκεκαρμένην», Αριστοτ.)
6. η κορυφή του κεφαλιού, το ανώτατο μέρος του κρανίου («ἵνα μὴ καταγῇς τὸ σκάφιον», Αριστοφ.)
7. το πίσω μέρος του κρανίου
8. είδος επιδέσμου του κεφαλιού
9. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο που χρησίμευε για τη συγκέντρωση τών ακτίνων του Ηλίου με το οποίο οι Εστιάδες παρθένες άναβαν τη φωτιά, αλλ. σκαφείον
10. στον πληθ. τὰ σκάφια
τα ισχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω + υποκορ. κατάλ. -ιον. Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. και της λ. σκάφη και της λ. σκάφος.
Translations
chamber pot
Arabic: قَعَادَة; Armenian: գիշերանոթ, միզանոթ; Azerbaijani: gecə qorşoku; Basque: pixontzi; Belarusian: начны гаршчок, гаршчок; Breton: pod-kambr; Bulgarian: нощно гърне, гърне, подлога; Catalan: gibrelleta, orinal; Chinese Mandarin: 尿盆, 尿壺, 尿壶, 夜壺, 夜壶, 馬桶, 马桶, 便壺, 便壶; Czech: nočník; Danish: bækken; Dutch: ondersteek; English: bedpan, chamber pot, chamberpot, chamber-pot, commode, crapper, gazunder, guzunder, honey bucket, honeypot, jerry, Jerry, john, johnny, jordan, pee pot, piss pot, pisspot, po, pot, potty, potty-chair, shitcan, shitpot, slop bucket, thunder mug; Esperanto: noktovazo; Finnish: alusastia, yöastia, potta; French: pot de chambre, vase de nuit, bourdaloue, catherine, jules, thomas; Galician: penico, bacieiro; German: Bettpfanne, Bettschüssel, Nachtgeschirr, Nachttopf, Schieber, Stechbecken, Steckbecken; Greek: καθίκι, πάπια, ουροδοχείο, σκωραμίδα, κατουροκάνατο; Ancient Greek: ἀμίδιον, ἀμίς, ἁμίς, ἀποβάθρα, ἀποβάθρη, ἐκδοχεῖον, ἐνουρήθρα, ἐνούρηθρον, λάσανον, οὐράνη, οὐρητρίς, οὐροδόχη, προχοΐς, σκάφιον, σκωραμίς, χερνίβιον; Hebrew: סִיר לַיְלָה; Hungarian: ágytál, éjjeliedény, bili; Icelandic: koppur, næturgagn, náttpottur; Indonesian: pispot; Irish: áras fuail; Italian: orinale, vaso da notte, pitale, padella; Japanese: 便器, 御虎子, 御丸; Korean: 요강, 변기; Kyrgyz: горшок; Latin: matella, matellio, lasanum; Macedonian: нокшир; Maori: pō mimi; Norwegian Bokmål: bekken, nattpotte; Norwegian Nynorsk: bekken, nattpotte; Old English: gang; Persian: شاشدان, پیسیار; Polish: basen, nocnik; Portuguese: comadre, penico; Romanian: oală de noapte; Russian: ночной горшок, горшок, судно, утка; Scottish Gaelic: amar-mùin; Serbo-Croatian Cyrillic: нокшир; Serbo-Croatian Roman: nokšir; Slovak: nočník; Spanish: bacinilla, bacineta, bacinica, pelela, orinal; Swedish: potta; Thai: กระโถน; Turkish: ördek; Turkmen: gorşok; Ukrainian: нічний горщик, горщик; Uzbek: tuvak; Volapük: neitaskal; Welsh: troethlestr