πολυδίψιος

From LSJ
Revision as of 14:07, 17 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδίψιος Medium diacritics: πολυδίψιος Low diacritics: πολυδίψιος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΨΙΟΣ
Transliteration A: polydípsios Transliteration B: polydipsios Transliteration C: polydipsios Beta Code: poludi/yios

English (LSJ)

ον, (δίψα) very thirsty, of ill-watered countries, Ἄργος Il.4.171, Q.S.3.570. (Expld. as = πολυπόθητος by Str.8.6.7, Ath.10.433e; Str. also suggests πολυΐψιος (fr. ἴπτω), much-destroyed.)

German (Pape)

[Seite 662] viel durstend; daher vom Lande = sehr dürr, wasserarm; Ἄργος, Il. 4, 171, was Sp. nachahmen, wie Luc. Mar. D. 6, 2; andere alte Ausleger erklärten es = πολυπόθητος, wonach man durstet, sehr ersehnt, vgl. Ath. X, 433 e, oder lasen nach Strab. 8, 6, 7 gar πολυΐψιος, sehr verderblich, denn es sei nicht wasserarm; aber nach den alten Mythen Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον, Hes. frg. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très altéré, desséché, aride ; dont on a grande soif, très désiré.
Étymologie: πολύς, δίψα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυδίψιος -ον [πολύς, δίψα] zeer dorstig, zeer droog.

Russian (Dvoretsky)

πολυδίψιος: сильно жаждущий, т. е. безводный (Ἄργος Hom.).

English (Autenrieth)

(δίψα): very thirsty, dry, epithet of Argos, Il. 4.171†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) άνυδρος, ξηρός ή, κατ' άλλους, πολυπόθητος («πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δίψιος «διψασμένος» (πρβλ. υποδίψιος)].

Greek Monotonic

πολῠδίψιος: -ον, πολύ διψασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠδίψιος: -ον, (δίψα) ὁ πολὺ διψῶν, ἐπὶ ἀνύδρων ἢ πασχόντων λειψυδρίαν τόπων, π. Ἄργος Ἰλ. Δ. 171. Ὁ Ἀθήν. 433Ε καὶ ὁ Στράβ. 370 ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ πολυπόθητος, ὁ σφόδρα ποθούμενος ὑπὸ τῶν μακρὰν ὄντων Ἑλλήνων· ὁ δὲ Στράβ. μάλιστα προτείνει πολυΐψιος (ἐκ τοῦ ἴπτω), λίαν καταστρεπτικός, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ Ἄργος δὲν ἔπασχεν ἐξ ἀνυδρίας· ― ἐλησμόνησεν ὅμως τὸν μῦθον καθ’ ὃν δὲν εἶχεν ὕδωρ ἕως οὗ τὸ Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν ἔνυδρον (Ἡσ. Ἀποσπ. 58).

Middle Liddell

πολῠ-δίψιος, ον,
very thirsty, Il.