ἄτονος

From LSJ
Revision as of 10:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτονος Medium diacritics: ἄτονος Low diacritics: άτονος Capitals: ΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: átonos Transliteration B: atonos Transliteration C: atonos Beta Code: a)/tonos

English (LSJ)

ἄτονον, not stretched, slack, relaxed, of the limbs, Hp.Aër.3 (Comp.), 19; lacking in elasticity, of strands in torsion-engine, Ph. Bel.58.18; πνοαί D.S.1.41; σφυγμοί Aret.SD2.9; of fruit, insipid, Dsc. 1.112 (Comp.), al.; τὸ ἄτονον τῆς γεύσεως v.l. ib.127; φωνεῖν ἄτονον Arist.Phgn.813b3: Medic., of the stomach, Ath.3.79f (Comp.), etc.: c. inf., too weak to.., D.L.7.35; of oratorical style, D.H.Dem.20, cf. Hermog.Id.2.11 (Comp.), Eun. VSp.493 B. (Comp.). Adv. ἀτόνως Plu. Lyc.18: Comp. ἀτονώτερον J.BJ4.1.5; ἀτονωτέρως Archig. ap. Orib.8.2.26.
2 as Stoic term, lacking τόνος (q.v.), σπέρμα Sphaer.Stoic.1.141; opp. εὔτονος, Chrysipp. ib.2.155, 3.121.

Spanish (DGE)

-ον
I 1en sent. fís. falto de tensión, relajado, flojo del cuerpo humano τὰ εἴδεα ἐπὶ τὸ πλῆθος αὐτέων ἀτονώτερα εἶναι Hp.Aër.3, cf. 19, ὑπὲρ τῶν ἐμμηνίων καὶ κούφη ἐστι καὶ ἄ. (ἡ μήτρα) Hp.Mul.2.167, ἄτονον τὸ τῆς θηλείας σπέρμα Sphaer.Stoic.1.141, τὰ ... σῦκα ... τὸν στομάχον ... ἀτονώτερον ... ποιοῦντα Heraclid.244, σφυγμοί Aret.SD 2.9, entre los estoicos op. εὔτονος Chrysipp.Stoic.3.121
debilitado ref. a un pueblo asediado por el hambre, I.BI 5.500, o a ejércitos derrotados ἀτονώτεροι δ' ἑαυτῶν προελθόντες I.BI 6.18, Πλάκιδος μὲν οὖν τῆς ἐπὶ τὴν πόλιν ὁρμῆς ἀτονώτερος εὑρεθεὶς φεύγει I.BI 3.114
de plantas marchitas Hp.Ep.16
de elementos naturales suave, débil, flojo (τῶν στοιχείων) γῆς τε καὶ ὕδατος ... ἀτόνων ὄντων en op. a πῦρ καὶ ἀέρα ... εὔτονα Chrysipp.Stoic.2.155, πνοαί D.S.1.41, πῦρ ... μανὸν καὶ ἄ. Plu.2.411c
en una pieza de artillería poco tenso ἀτόνου τοῦ ὀργάνου γινομένου Ph.Bel.58.18.
2 en sent. moral falto de firmeza, débil op. εὔτονος dicho analóg. del alma (cf. 1), Chrysipp.Stoic.3.121, del carácter ἄ. καὶ νωθρός Luc.Dem.Enc.43, cf. I.BI 1.203, καρδία Dor.Ab.Doct.4.57, cf. Ast.Am.Hom.14.12.4
de un pueblo sometido en guerra debilitado (c. matiz 1) Κόρινθον Plu.2.772d
impotente (ὁ διάβολος) ἄ. ... ἐστιν ὥσπερ νεκροῦ νεῦρα Herm.Mand.12.6.2
neutr. compar. como adv. con menos ánimo ἀτονώτερον ... προσκείμενοι I.BI 4.35
c. un inf. débil para, incapaz de γράψαι D.L.7.159, πατὴρ λίαν ἢ τοῦ κολάζειν υἱὸν ἀτονώτερος I.BI 1.501.
II sensorial
1 carente de tono, bajo λέγε ... ἀτόνῳ φθόγγῳ PMag.4.745
neutr. como adv. ἄτονον φωνοῦσι Arist.Phgn.813b3.
2 ret. poco expresivo ἡ λέξις D.H.Dem.20, cf. Hermog.Id.2.11 (p.399), de pers. τὸν λόγον ... ἀτονώτερος Eun.VS 493b.
3 gram. no acentuado, átono Eust.907.15.
4 insípido καρπός Dsc.1.112.
III adv. -ως con poca energía, suavemente ἐπετίμησεν Plu.Lyc.18, ἀτονωτέρως ἐλλεβορίζει Archig. en Orib.8.2.26.

German (Pape)

[Seite 387] 1) abgespannt, schwach, schlaff, Plut.; vom Magen, Ath. III, 97 f. – Adv. ἀτόνως, Plut. Lyc. 18. – 2) Bei Gramm. ohne Tonzeichen, tonlos.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non tendu, relâché, sans vigueur, languissant.
Étymologie: , τόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτονος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τόνο ή ένταση, ο εξασθενημένος
2. «άτονες λέξεις» — εκείνες που δεν τονίζονται
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) νωθρός, οκνηρός
2. (για το βλέμμα) μη ζωηρός, ανέκφραστος
3. φρ. «άτονο έλκος» — δυσκολοθεράπευτη εξέλκωση η οποία δημιουργείται ύστερα από νέκρωση και απόπτωση του δέρματος
αρχ.
1. (για περιοχή) άγονος
2. (για βότανα ή φάρμακα) ο μη δραστικός.

Greek Monotonic

ἄτονος: -ον (τείνω), μη τεντωμένος, χαλαρός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτονος:
1 расслабленный, вялый Plut., Diod., Luc.: ἄτονον φωνεῖν Arst. обладать слабым голосом;
2 грам. безударный.

Middle Liddell

τείνω
not stretched, relaxed, Arist.