μνημόσυνον

Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό,
A remembrance, memorial of a thing, μνημόσυνον ἑωυτοῦ λιπέσθαι Hdt.1.185,4.166; μνημόσυνον λιπέσθαι Id.1.186, 2.101; μνημόσυνα ἀποδέξασθαι ib.148, al.: rare in early Att. Prose, Th. 5.11; μ. στοργῆς AP12.68 (Mel.); εἰς μ. τινός Ev.Matt.26.13, cf. Act.Ap.10.4.
2 memorandum, reminder, μνημόσυνα γράψομαι Ar.V. 538; τουτὶ… ἔστω τὸ μ. μοι ib.559.
3 mark, scar, μ. ὑποκαταλιπεῖν Hp.Prorrh.2.20.

Russian (Dvoretsky)

μνημόσῠνον: дор. μνᾱμόσῠνον τό тж. pl.
1 воспоминания, память Thuc. etc.: μ. ἑωυτοῦ λιπέσθαι Her. оставить по себе память;
2 памятка, запись, заметка (μνημόσυνα γράφεσθαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μνημόσυνον: τό, = μνῆμα, μνημεῖον, μνημόσυνον ἑωυτοῦ λιπέσθαι Ἡρόδ. 1. 185., 4. 166· καὶ ἄνευ τοῦ ἑωυτοῦ, μνημόσυνα λιπέσθαι, ἀποδέξασθαι ὁ αὐτ. 1. 185, 2. 101, 148, κ. ἀλλ.· σπανίως παρ’ Ἀττ., ὡς Θουκ. 5. 11. 2) ὑπόμνησις, ὑπόμνημα, σημείωσις, μνημόσυνα γράψομαι Ἀριστοφ. Σφ. 538· τουτί... ἔστω τὸ μν. μοι αὐτόθι 559. - Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, τελετὴ ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τεθνεῶτος, Ἰω. Νηστευτὴς 1924Β.

English (Strong)

from μνημονεύω; a reminder (memorandum), i.e. record: memorial.

English (Thayer)

μνημοσύνου, τό (μνημῶν), a memorial (that by which the memory of any person or thing is preserved), a remembrance: εἰς μνημόσυνον τίνος, to perpetuate one's memory, αἱ προσευχαί σου ... ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (without the figure) have become known to God, so that he heeds and is about to help thee, Herodotus, Aristophanes, Thucydides, Plutarch, others; the Sept. for זֶכֶר, זִכָּרון; also for אַזְכָּרָה, i. e. that part of a sacrifice which was burned on the altar together with the frankincense, that its fragrance might ascend to heaven and commend the offerer to God's remembrance, εὐωδία εἰς μνημόσυνον, 1 Maccabees, etc.)

Greek Monotonic

μνημόσυνον: τό,
1. = μνημεῖον, ανάμνηση, ενθύμημα, μνημονική καταγραφή ενός προσώπου ή πράγματος, σε Ηρόδ.
2. υπόμνημα, υπόμνηση, μνημόσυνα γράψομαι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μνημόσυνον, ου, τό, = μνημεῖον
1. a remembrance, memorial, record of a person or thing, Hdt.
2. a memorandum, reminder, μνημόσυνα γράψομαι Ar.

Chinese

原文音譯:mnhmÒsunon 尼摩尋農
詞類次數:名詞(3)
原文字根:提醒 共同 相當於: (זֵכֶר‎ / זֶכֶר‎)
字義溯源:提醒者,紀念品,記念,真誠的回想;源自(μνημονεύω)=回憶);而 (μνημονεύω)出自(μνήμη)=記憶), (μνήμη)出自(μιμνῄσκομαι)=記念), (μιμνῄσκομαι)出自(μνάομαι)=記住), (μνάομαι)又出自(μένω)*=住)。參讀 (μιμνῄσκομαι)同源字
出現次數:總共(3);太(1);可(1);徒(1)
譯字彙編
1) 記念(3) 太26:13; 可14:9; 徒10:4

English (Woodhouse)

memorial

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.