ὑφαντικός

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαντικός Medium diacritics: ὑφαντικός Low diacritics: υφαντικός Capitals: ΥΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hyphantikós Transliteration B: hyphantikos Transliteration C: yfantikos Beta Code: u(fantiko/s

English (LSJ)

ὑφαντική, ὑφαντικόν,
A skilled in weaving, Pl.Cra.388c sq.; τὸν ὑφαντικώτατον Id.Grg.490d. Adv. ὑφαντικῶς = in weaver-like fashion, Id.Cra. l. c.
II ἡ ὑφαντική (sc. τέχνη) the art of weaving, Democr.154, Pl.Grg. 449d, Arist.Pol.1256a6, Phld.Mus.p.103 K.; in full, ὑ. τέχνη PSI3.241.8 (iii A. D.).
2 τὸ τέλος τοῦ ὑφαντικοῦ = tax on weaving, Ostr.Bodl. i 127 (ii B. C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de tisser ou le tisserand : ἡ ὑφαντική (τέχνη) l'art du tisserand.
Étymologie: ὑφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαντικός:
1 ткацкий (ἡ κερκίς Plat.);
2 умеющий ткать: ὁ ὑφαντικώτατος Plat. искуснейший ткач.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος, ἐπιδέξιος εἰς τὴν ὑφαντικήν, ὑφαντικὸς μὲν ἄρα κερκίδι καλῶς χρήσεται Πλάτ. Κρατ. 388C· τὸν ὑφαντικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 490D· ὁ τῷ ὑφάντῃ ἢ τῷ ὑφαίνειν ἀνήκων, ὑφαντικὸν δέ γε ἡ κερκίς; Πλάτ. Κρατ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον ὑφάντου, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 388C. ΙΙ. ἡ ὑφαντικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ὑφαίνειν, ὥσπερ ἡ ὑφαντ. περὶ τὴν τῶν ἱματίων ἐργασίαν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 449D.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑφαντικός, -ή, -όν, ΝΑ
ὑφάντης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφαντή ή αυτός με τον οποίο γίνεται η ύφανση (α. «υφαντικός ιστός» — ο αργαλειός
θ. «ὑφαντικὸν δὲ γε ἡ κερκίς», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η υφαντική
(ενν. τέχνη) η τέχνη της κατασκευής υφασμάτων
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο υφαντικός·ο υφαντής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υφαντικά
αμοιβή για την κατασκευή υφάσματος
3. φρ. α) «υφαντικές ύλες»
(οικον.-τεχνολ.) ύλες από τις οποίες λαμβάνονται ίνες κατάλληλες για την κατασκευή νημάτων και υφασμάτων και από τις οποίες κυριότερες είναι το βαμβάκι, το μαλλί, το μετάξι, το λινάρι και το καννάβι, καθώς και διάφορες τεχνητές και συνθετικές ύλες, όπως είναι η κυτταρίνη, το ρεγιόν κ.ά
β) «υφαντικές ίνες»
(οικον.-τεχνολ.) ίνες που παράγονται από τις υφαντικές ύλες
γ) «υφαντική μηχανή»
τεχνολ. ο μηχανικός αργαλειός ή μηχανικός ιστός
αρχ.
1. ο επιδέξιος στην υφαντική
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑφαντικόν
η άσκηση του υφαντικού έργου
3. φρ. «τὸ τέλος τοῦ ὑφαντικοῦ» — φόρος επιβαλλόμενος στον υφάντη.
επίρρ...
ὑφαντικῶς Α
όπως ο υφάντης, με υφαντική τέχνηκαλῶς δ' ἐστὶ ὑφαντικῶς», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ὑφαντικός: -ή, -όν (ὑφαίνω),
I. επιδέξιος στην υφαντική, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο του υφαντή, στον ίδ.
II. ἡ ὑφαντική (ενν. τέχνη), η τέχνη της ύφανσης, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑφαντικός, ή, όν ὑφαίνω
I. skilled in weaving, Plat.: adv. -κῶς, in weaver-like fashion, Plat.
II. ἡ ὑφαντική (sc. τέχνἠ, the art of weaving, Plat.