νικητικός

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικητικός Medium diacritics: νικητικός Low diacritics: νικητικός Capitals: ΝΙΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nikētikós Transliteration B: nikētikos Transliteration C: nikitikos Beta Code: nikhtiko/s

English (LSJ)

νικητική, νικητικόν,
A likely to conquer, conducing to victory, X.Mem.3.4.11; ὑπόθεσις Plb.24.9.4 (Comp.); ὅπλον ν. OGI90.39 (Rosetta, ii B.C.); τὸ νικητικώτατον the most likely way to conquer, Plu.Comp. Phil.Flam.2. Adv. νικητικῶς Eust.1006.28.
II Subst. νικητικόν, τό, charm for victory, especially in horse-racing, PMag.Lond.121.390, POxy. 1478.1 (iii/iv A.D.); ν. δικαστηρίων PMag.Osl.1.35: pl., PMag.Leid. W.8.29.

German (Pape)

[Seite 256] zum Siege gehörig, siegreich, geeignet zu siegen; παρασκευή, Xen. Mem. 3, 4, 11; ὑπόθεσις νικητικωτέρα ἐν τοῖς πολλοῖς, Pol. 26, 2, 4; Sp., τὸ νικητικώτατον Hermog. de inv. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à vaincre ou à faire vaincre;
Cp. νικητικώτερος, Sp. νικητικώτατος.
Étymologie: νικάω.

Russian (Dvoretsky)

νῑκητικός: способствующий победе, обеспечивающий победу (παρασκευή Polyb.): τὸ νικητικώτατον Plut. лучший способ победить.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκητικός: -ή, -όν, ὅστις πιθανὸν εἶναι νὰ νικήσῃ, ὁ ἄγων εἰς νίκην, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 11, Πολύβ. 26. 2, 4· ὅπλον ν. Ἐπιγραφ. τοῦ μαρμάρου τῆς Ροσέττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 39· τὸ νικητικώτατον, ὁ πιθανώτατος τρόπος ὅπως νικήσῃ τις, Πλουτ. Φιλοπ. καὶ Φλαμ. Σύγκρ. 2. ― Ἐπίρρ. νικητικῶς, Εὐστ. 1006. 38.

Spanish

fórmula para ganar, práctica para conseguir la victoria

Greek Monolingual

νικητικός, -ή, -όν (ΑΜ) νικητής
αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῖται», Ξεν.)
μσν.
αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν
η χαρά της νίκης
2. (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) τὸ νικητικώτατον
ο πιθανότερος τρόπος να νικήσει κάποιος.
επίρρ...
νικητικῶς (ΑΜ)
με νικηφόρο τρόπο, θριαμβευτικά («παρέστης τῷ Δεσπότῃ... νικητικῶς στεφανούμενος», Μηναί.).

Greek Monotonic

νῑκητικός: -ή, -όν (νικάω), αυτός που είναι πιθανόν να νικήσει, που οδηγεί προς τη νίκη, σε Ξεν.· τὸ νικητικώτατον, ο επικρατέστερος τρόπος για να νικήσει κάποιος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

νῑκητικός, ή, όν νικάω
likely to conquer, conducing to victory, Xen.; τὸ νικητικώτατον the most likely way to conquer, Plut.

Léxico de magia

-όν 1 subst. τὸ ν. fórmula para ganar θυμοκάτοχον καὶ χαριτήσιον καὶ νικητικὸν δικαστηρίων βέλτιστον fórmula excelente para contener la cólera, para obtener gracia y para ganar en los tribunales P XXXVI 35 P XXXVI 161 P XXXVI 211 P VII 186 P VII 528 SM 58 2 SM 79 26 νικητικὸν δρομέως fórmula para ganar en una carrera P VII 390 νικητικὸν θαυμαστὸν τοῦ Ἑρμοῦ, ὃ ἔχε ἐν τοῖς πεδίλοις fórmula maravillosa para ganar, que has de llevar en las sandalias P VII 919 2 en general práctica para conseguir la victoria τούτῳ δὲ τῷ λόγῳ ποίει πρὸς τὸν Ἥλιον χαριτήσια, ἀγωγάς, ... ἐπιτευκτικά, νικητικά con esta fórmula realiza ante Helios prácticas para conseguir favor, encantamientos, prácticas para tener éxito y conseguir la victoria P XIII 339 N 3 1.9