ἀπόγονος
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
English (LSJ)
ἀπόγονον,
A born or descended from, Τλαύκου οὔτε τι ἀ. ἐστι has no descendant, Hdt.6.86.δ: in plural, descendants, Id.1.7, 4.148,al., Th.1.101; σαὶ.. ἀπόγονοι thy offspring, S.OC534 (lyr.): metaph., ἀ. τοῦ ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19 (Hermes53.65); ἀ. τέταρτος, ἕβδομος Paus.4.15.32: fem. ἀπογόνη Milet.3 No.176.
II viable, Hp.Epid. 2.3.17.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀπύγονος IG 12(2).Suppl.7.2 (Mitilene)
I subst. hijo Hdt.6.86δ, σαὶ ... ἀπόγονοι tus hijas S.OC 534, καὶ οὗτος ἦν ἀπόγονος γιγάντων LXX 1Pa.20.6
•descendiente gener. c. gen., Hdt.1.7, Μεμβλιάρεω ἀ. Hdt.4.148, cf. 150, τῶν παλαιῶν Μεσσηνίων Th.1.101, Χαλδαίων LXX Iu.5.6, τίνων ἦν ἀπόγονος cuál es su ascendencia Isoc.9.12, τοιούτων ἀνδρῶν D.21.148, cf. 43.76, Arist.EN 1097b12, IG l.c., de Ptolomeo SB 8545 A 4 (III a.C.), cf. Plb.4.35.14, Κρητῶν Plu.2.984a, FDE 2 b 12 (II d.C.), τοῦ Αἰνείου D.C.Epit.7.1.9, ἀ. τέταρτος descendiente en la cuarta generación Paus.4.15.3, cf. IP 8(3).10 (II d.C.)
•bisnieto Νέρων ... θεοῦ Σεβαστοῦ ἀ. SIG 810.8 (Rodas I d.C.), cf. IM 183.4 (II d.C.).
II adj.
1 fig. producto, resultado ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19 en Hermes 53.1918.65, τὰ νοσήματα (τοῦ ἠέρος) ἀπόγονα Hp.Flat.5 (var.), τὰ δὲ λοιπὰ ἐκ τῶν (τοῦ ἀέρος) ἀπογόνων Hippol.Haer.1.7.1 (= Anaximen.A 7).
2 viable de fetos de 7 y 9 meses τὰ τικτόμενα ἀπόγονα γίνεται Hp.Epid.2.3.17, 6.8.6.
German (Pape)
[Seite 299] abstammend, Her. 6, 86, 4; herkommend von etwas, δείπνων Luc. Gall. 23; ὁ, der Nachkomme, Her. 7, 150 u. Folgde; bes. Enkel, nach Ammon. von ἔκγονος, Sohn, unterschieden; ἀπόγονος τρίτος, Urenkel u. s. w.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né de, descendant.
Étymologie: ἀπογίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόγονος: II ὁ и ἡ потомок Her., Soph., Thuc., Xen.
ведущий свой род, происходящий, порожденный (τινος Her., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόγονος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἢ καταγόμενος ἔκ τινος, ἀπόγονος ὡς καὶ νῦν, Λατ. oriundus, Γλαύκου νῦν οὔτε τι ἀπόγονόν ἐστι οὐδὲν οὔτ’ κτλ., οὔτε τι ὑπάρχει νῦν καταγόμενον ἀπ’ αὐτοῦ οὔτε κτλ., Ἡρόδ. 6. 86, 4· ἐν τῷ πληθ., ἀπόγονοι ὁ αὐτ. 1. 7., 4. 148, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 101· αὗται γὰρ ἀπόγονοι τεαί; τέκνα σου, ἐκ σοῦ γεννηθεῖσαι, (ὁ Jebb ἔχει: σαί τ’ εἴσ’ ἂρ’ ἀπόγονοι καί, καὶ ἄλλοι ἐκδόται ἄλλως) Σοφ. Ο. Κ. 534: - ἡ ἀπὸ τοῦ γεννήτορος ἀπόστασις ἐν κατιούσῃ τάξει διακρίνεται διὰ τακτικῶν ἀριθμ., πέμπτος ἀπόγονος αὐτοῦ Ἡρόδ. 7. 150. Θεοπόμπου δὲ Ἀρίστων ἀπόγονος ἕβδομος Παυσ. 4. 15, 3. Πρβλ. Ἀμμών, ἐν λέξει ἔκγονος.
Greek Monolingual
ο (AM ἀπόγονος, -ον) γόνος
αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον
νεοελλ.
οι απόγονοι
1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι
2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές.
Greek Monotonic
ἀπόγονος: -ον (ἀπογίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από, απόγονος, Λατ. oriundus, σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ., Θουκ.· σαὶ ἀπόγονοι, οι απόγονοί σου, η φύτρα σου, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἀπογίγνομαι
born or descended from, Lat. oriundus, Hdt.: in plural descendants, Hdt., Thuc.; ἀπόγονοι τεαί thy offspring, Soph.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
ἤ ἀπόγειος
1 (=ὁ ἄνεμος πού πνέει ἀπό τήν ξηρά). Ἀπό τό ἀπό + γῆ.
2 Ἀπό τό ἀπογίγνομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γίγνομαι.