ἠερόεις

From LSJ
Revision as of 10:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠερόεις Medium diacritics: ἠερόεις Low diacritics: ηερόεις Capitals: ΗΕΡΟΕΙΣ
Transliteration A: ēeróeis Transliteration B: ēeroeis Transliteration C: ieroeis Beta Code: h)ero/eis

English (LSJ)

ἠερόεσσα, ἠερόεν, Ion. and Ep. for ἀερόεις (q.v., cf. cj. in Telest.1.12)
A cloudy, murky, Τάρταρος Il.8.13, al., cf. Hes.Th.119; ζόφος Il.15.191, etc.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i.e. death), Od.20.64; later ἠ. ἴασπις D.P. 724; μόλυβδος Man.6.391; livid, χροιή Nic.Th.257.
II epithet of ὄναγρος, = ταχύς, acc. to Sch., Opp.C.3.183.

German (Pape)

[Seite 1155] εσσα, εν, ion. u. ep. statt ἀερόεις, dämmerig, nebelig, dunkel; Τάρταρος Il. 8, 13; Hes. Th. 119. 682 u. sp. D., wie Orph. H. 55, 10; so auch ζόφος, Il. 15, 191. 21, 56, von der Schattenseite der Erde; ἠερόεντα κέλευθα, der dunkle Todesweg, Od. 20, 64. Bei Qu. Sm. 6, 422 heißt so auch der hohe Olympus; ἴασπις D. Per. 7, 24; vgl. χροιή Nic. Ther. 257; Opp. Cyn. 3, 74.

French (Bailly abrégé)

ion. p. ἀερόεις.

Greek (Liddell-Scott)

ἠερόεις: εσσα, εν, Ἰων καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὅπερ σχεδὸν οὐδαμοῦ εὕρηται, συννεφώδης, σκοτεινός, Τάρταρος Ἰλ. Θ. 13, κτλ., Ἡσ. Θ. 119· ζόφος Ἰλ. Ο. 191, κτλ.· ἠερόεντα κέλευθα, ἡ ζοφερὰ ὁδός, δηλ. ὁ θάνατος, Ὀδ. Υ. 64· παρὰ μεταγεν., ἠερ. ἴασπις Διον. Π. 724· μόλιβδος Μανέθων 6. 391· πελιδνός, ἐπὶ ἀσθενοῦς, Νίκ. Θ. 257.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (άήρ): cloudy, gloomy, mostly with reference to the nether world, Il. 8.13, Il. 15.191, Od. 20.64.

Greek Monolingual

ἠερόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. και ιων. τ. του άχρ. ἀερόεις)
1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερόςἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.)
2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.)
3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς
4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» — η σκοτεινή κάθοδος στον Άδη, δηλ. ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + καταλ. -όεις, πρβλ. δακρυόεις, κυματόεις].

Greek Monotonic

ἠερόεις: -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀερ- (ἀήρ), «συννεφώδης», σκοτεινός, ομιχλώδης, θαμπός, ζοφερός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠερόεντα κέλευθα, η ζοφερή οδός (δηλ. ο θάνατος), σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

ἠεροειδής Meaning: misty, cloudy,
Etymology: s. ἀήρ, ἠέρος

Middle Liddell

ἠερόεις, εσσα, εν [epic for ἀερόεις [ἀήρ]
hazy, murky, Il.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i. e. death), Od.

Frisk Etymology German

ἠερόεις: ἠεροειδής
{ēeróeis}
Meaning: nebelig, umwölkt,
Etymology: von ἀήρ, ἠέρος, s. d.
Page 1,624