κάθυγρος

From LSJ
Revision as of 10:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθυγρος Medium diacritics: κάθυγρος Low diacritics: κάθυγρος Capitals: ΚΑΘΥΓΡΟΣ
Transliteration A: káthygros Transliteration B: kathygros Transliteration C: kathygros Beta Code: ka/qugros

English (LSJ)

κάθυγρον,
A very wet, Hp.Aph.5.62; Χώρα, γῆ, Gp.2.13.1, Porph.Antr.28; of plants which grow in wet places, Thphr. HP 1.4.2; Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4; Γαλάται ταῖς σαρξὶ κ. with flowing muscles, D.S.5.28.
2 connected with water or the sea, πράγματα Vett.Val.82.32; ζῴδια Ptol.Tetr.181.

German (Pape)

[Seite 1289] sehr feucht; Theophr.; ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοί D. Sic. 5, 28.

Russian (Dvoretsky)

κάθυγρος: (ᾰ) очень влажный (ἀήρ Arst., Plut.): κ. τῇ σαρκί Diod. дебелый, полный.

Greek (Liddell-Scott)

κάθυγρος: -ον, λίαν ὑγρός, πλήρης ὑγρότητος, Ἱππ. Ἀφ. 1255· ἐπὶ φυτῶν αὐξανομένων καὶ εὐδοκιμούντων ἐν ὑγροῖς τόποις, ἔνια δὲ ὡσπερεὶ κάθυγρα καὶ ἕλεια καθάπερ ἰτέα καὶ πλάτανος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4. 2· ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοὶ Διόδ. 5. 28.

Greek Monolingual

-ή, -ο (AM κάθυγρος, -ον)
ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος
μσν.
(για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.)
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη
2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή τη θάλασσα («κάθυγρα ζῷδια», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑγρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθ-υγρος -ον vol met vocht.