θαρσύνω
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
[ῡ], Att. θαρρύνω, causal of θαρσέω,
A encourage, embolden, θάρσυνον (aor. imper.) δέ οἱ ἦτορ Il.16.242; θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4.233; θαρσύνω μύθῳ 10.190; θαρσύνω λόγοις, opp. φοβεῖν, A.Pers.216 (troch.); ἔργῳ καὶ λόγῳ X.Cyr.6.3.27, cf.Hdt.2.141, Th.2.59, etc.
II intr. = θαρσέω, ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε S.El.916. —Cf. θρασύνω.
German (Pape)
[Seite 1187] ion. u. altatt., seit Plat. θαῤῥύνω, erm uthigen, dreist machen, μύθῳ Il. 10, 190, τοὺς μάλα θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν 4, 233, öfter; οὔ σε βουλόμεσθα, μῆτερ, οὔτ' ἄγαν φοβεῖν λόγοις, οὔτε θαρσύνειν Aesch. Pers. 212; λόγοισι θαρσύνοντες Eur. Phoen. 1255; Her. 2, 141; θαῤῥύνειν τοὺς ἑπομένους καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Xen. Cyr. 6, 3, 27; Sp., wie Plut. Aemil. Paul. 16. – Intrans., = θαῤῥέω, bei Soph., ἀλλ' ὦ φίλη θάρσυνε El. 904.
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. θαρρύνω.
Russian (Dvoretsky)
θαρσύνω: новоатт. θαρρύνω (ῡ)
1 придавать смелости, поднимать дух (τινὰ ἐπέεσσιν Hom.; ἔργῳ καὶ λόγῳ Xen.; τινά Plut.): θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ Hom. придай ему отваги;
2 внушать уверенность или спокойствие: θαρσῦναι καὶ πρὸς τὸ ἠπιώτερον καταστῆσαι Thuc. успокоить и смягчить;
3 (= θαρσέω) быть (становиться) смелым: ὦ φίλη, θάρσυνε! Soph. мужайся или не бойся, дорогая!
Greek (Liddell-Scott)
θαρσύνω: ῡ, παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρύνω, μεταβατ. τοῦ θαρσέω, ποιῶ τινα θαρρεῖν, ἐμποιῶ θάρρος, θάρσυνον (προστ. ἀορ.) δέ οι ἦτορ Ἰλ. Π. 242· θαρσύνεσκε (Ἰων. παρατ.) παριστάμενος ἐπέεσσιν Δ. 233· θάρσυνέ τε μύθῳ Κ. 190· θαρσύνας ἐπέεσσι Ὀδ. Ν. 323· θαρσ. λόγοις, ἐναντίον τοῦ φοβεῖν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 215· ἔργῳ καὶ λόγῳ Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 2. 141, Θουκ. 2. 59, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς τὸ βραδύνειν καὶ ταχύνειν = θαρσέω, ἀλλ’, ὦ φίλη, θάρσυνε Σοφ. Ἠλ. 916. - Περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ θαρσύνω καὶ θρασύνω ἴδε ἐν λ. θράσος.
English (Autenrieth)
ipf. iter. θαρσύνεσκε, aor. θάρσῦνα: encourage.
Greek Monolingual
θαρσύνω, νεώτ. αττ. τ. θαρρύνω (Α)
1. εμπνέω θάρρος («θάρσυνον δὲ οἱ ἦτορ», Ομ. Ιλ.)
2. έχω θάρρος («ἀλλ', ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρσύνω προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. θαρσύς, παράλληλα προς το μαρτυρ. θρασύς. (Ο τ. θαρσύς που μαρτυρείται είναι μτγν.)].
Greek Monotonic
θαρσύνω: [ῡ], Αττ. θαρρύνω, μτβ. του θαρσέω, ενθαρρύνω, χαροποιώ, ενθουσιάζω· θάρσυνον (αόρ. αʹ προστ.), σε Ομήρ. Ιλ.· θαρσύνεσκε (Ιων. παρατ.), στο ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.·
II. αμτβ. θάρσυνε, έχε θάρρος, τόλμη, πίστη, σε Σοφ.
Middle Liddell
I. Causal of θαρσέω, to encourage, cheer, θάρσυνον (aor1 imperat.) Il.; θαρσύνεσκε (ionic imperf.) Il.; so Hdt., Thuc., etc.
II. intr. θάρσυνε be of good courage, Soph.