ἐπαγλαΐζω

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγλᾰΐζω Medium diacritics: ἐπαγλαΐζω Low diacritics: επαγλαΐζω Capitals: ΕΠΑΓΛΑΪΖΩ
Transliteration A: epaglaḯzō Transliteration B: epaglaizō Transliteration C: epaglaizo Beta Code: e)paglai/+zw

English (LSJ)

A honour, grace, δῆμον ὠφελίαισι βίου Ar.Ec.575, cf. Fr.682; ὃν σοφίας μῦθος ἐ. IG12(9).954.7 (Chalcis), cf. 7.2532 (Thebes).
II Med., pride oneself on a thing, glory or exult in it, οὐδέ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῖσθαι (fut. inf.) Il.18.133.
2 Pass., ἐπηγλαϊς μέναι.. τράπεζαι dressed out, Cratin.301.

German (Pape)

[Seite 893] (noch dazu) verherrlichen, Ar. Eccl. 275; med. sich mit Etwas brüsten, groß thun, ἐπαγλαϊεῖσθαι, fut., Il. 18, 133. – Pass. ἐπηγλαϊσμένοι μείρακες Cratin. bei Ath. II, 49 a.

French (Bailly abrégé)

réjouir;
Moy. ἐπαγλαΐζομαι se réjouir de, s'enorgueillir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀγλαΐζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαγλᾰΐζω:
1 делать прекрасным, украшать: δῆμον ἐ. μυρίασιν ὠφελίαισι βίου Arph. украсить жизнь народа множеством наслаждений;
2 med. красоваться: οὐδὲ δηρὸν ἐπαγλαιεῖσθαι (inf. fut.) Hom. и недолго красоваться (Гектору в доспехах Ахилла).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγλαΐζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀγλαΐζω, λαμπρύνω ἔτι μᾶλλον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575, Ἀποσπ. 548. Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 102. 4., 492. ΙΙ. Παθ., ἐγκαλλωπίζομαι, γαυριῶ ἐπί τινι πράγματι, οὐδέ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῖσθαι (ἀπαρ. μέλλ.) Ἰλ. Σ. 133. 2) ἐπηγλαϊσμέναι… τράπεζαι, παρεσκευασμέναι, Κρατῖνος παρ’ Ἀθην. 49Α.

Greek Monolingual

ἐπαγλαΐζω (Α)
1. λαμπρύνω, στολίζω κάτι ακόμη πιο πολύ
2. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω («οὐδὲ ἕ φημι δηρὸν ἐπαγλαϊεῖσθαι, ἐπεὶ φόνος ἐγγύθεν αὐτῷ», Ομ. Ιλ.)
3. παθ. ετοιμάζομαι, συγυρίζομαι καλά, επιδεικτικά («ἀναμένουσιν ὧδ' ἐπηγλαϊσμέναι τράπεζαι», Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγλαΐζω «λαμπρύνω»].

Greek Monotonic

ἐπαγλαΐζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, τιμώ ακόμη περισσότερο — Παθ., περηφανεύομαι για κάτι, καυχιέμαι ή χαίρομαι, θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.