ἠχήεις

From LSJ
Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχήεις Medium diacritics: ἠχήεις Low diacritics: ηχήεις Capitals: ΗΧΗΕΙΣ
Transliteration A: ēchḗeis Transliteration B: ēchēeis Transliteration C: ichieis Beta Code: h)xh/eis

English (LSJ)

Dor. ἀχήεις, ἠχήεσσα, ἠχήεν, sounding, ringing, roaring, θάλασσα Il.1.157; δώματα ἠχήεντα high, echoing rooms or halls, Od.4.72; δόμοι ἠχήεντες Hes. Th.767; χαλκός A.R.1.1236; ἰά prob. l. in A.Th.915 (lyr.); θρόος αὐλῶν Epic. ap. Plu.2.654f; τέττιξ AP7.196 (Mel.); of the ears, ἠ. ἀκουή Parm.1.35; cf. ἠχέεις.

German (Pape)

[Seite 1180] εσσα, εν, schallend, tönend, tosend, brausend, θάλασσα Il. 1, 157; δώματα ἠχήεντα, hohe, hallende Gemächer, Wohnungen, Od. 4, 72 h. Cer. 104; δόμοι Hes. Th. 767; sp. D.; χαλκός Ap. Rh. 1, 1236; auch τέττιξ, Mel. 111 (VII, 196); πυρὸς πρηστήρ Col. 52; auch ἀκουή, mit Geräusch erfüllt, Parmenid. D. L. 9, 22. S. ἠχέεις.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
bruyant, sonore, retentissant.
Étymologie: ἠχή.

Russian (Dvoretsky)

ἠχήεις: ήεσσα, ῆεν
1 шумящий, ревущий, грохочущий (θάλασσα Hom.);
2 звонкий, звенящий, гудящий (τέττιξ Anth.);
3 полный шума (ἀκουή Diog. L.);
4 гулко звучащий, гулкий, с обширным резонансом, т. е. просторный (δώματα Hom.; δόμοι Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠχήεις: εσσα, εν, ἠχῶν, κροτῶν, παταγῶν, βροντῶν, θάλασσα Ἰλ. Α. 157· δώματα ἠχήεντα, δωμάτια ὑψηλά, ἠχοῦντα, Ὀδ. Δ. 72· δόμοι ἠχήεντες Ἡσ. Θ. 767· χαλκὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1236· θρόος αὐλῶν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 654F· τέττιξ Ἀνθ. Π. 7. 196· - ἐπὶ τῶν ὤτων, ἀκουή, πλήρης ἤχου, Παρμεν. παρὰ Διογ. Λ. 9. 32 καὶ ἴδε ἐν λ. ἠχέεις.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (ϝηχή): sounding, echoing, roaring, Od. 4.72, Il. 1.157.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν (Α ήχήεις, -εσσα, -εν)
αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί
2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχή + -ήεις (πρβλ. αυδ-ήεις < αυδή)].

Greek Monotonic

ἠχήεις: -εσσα, -εν, αυτός που κάνει κρότο, πάταγο, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἠχήεις, εσσα, εν [from ἠχή]
sounding, ringing, roaring, Hom.