ὑπερέρχομαι
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
aor. 2 -ῆλθον, pf. -ελήλυθα:—
A pass over, cross, τὰς πηγὰς τοῦ ποταμοῦ X.An.4.4.3; τὰ ὄρη Ael.NA16.21; τὴν θάλατταν J. AJ3.1.5.
II surpass, excel, ἀρεταῖς Pi.O.13.15.
III overcome or survive a disease, ἢν ταύτην ὑπερέλθῃ ὁ νοσέων Aret.SA1.10.
German (Pape)
[Seite 1195] (s. ἔρχομαι), darüber kommen, hinausgehen; ὑπερελθόντων ἐν ἀέθλοις, Pind. Ol. 13, 15; Xen. An. 4, 4, 3.
French (Bailly abrégé)
passer par-dessus, franchir, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἔρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερέρχομαι:
1 переходить (τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Xen.);
2 превосходить, превышать (ἀρεταῖς ἔν τινι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέρχομαι: περῶ ἄνωθεν, ἀποθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 4, 3· τὰ ὄρη Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· τὴν θάλατταν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 5, ΙΙ. ὑπερέχω, ἐξέχω, ἀρεταῖς Πινδ. Ο. 13. 20.
English (Slater)
ὑπερέρχομαι surpass νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις (gen. abs.) (O. 13.15)
Greek Monolingual
Α
(αποθ.)
1. περνώ από πάνω («μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ», Ξεν.)
2. ξεπερνώ αρρώστια, επιζώ
3. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ.
Greek Monotonic
ὑπερέρχομαι: αποθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.·
I. περνώ πάνω από ένα ποτάμι, με αιτ., σε Ξεν.
II. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ, σε Πίνδ.
Middle Liddell
I. Dep. with aor2 and perf. act.:— to pass over a river, c. acc., Xen.
II. to surpass, excel, Pind.