ἀνέκπληκτος

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέκπληκτος Medium diacritics: ἀνέκπληκτος Low diacritics: ανέκπληκτος Capitals: ΑΝΕΚΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: anékplēktos Transliteration B: anekplēktos Transliteration C: anekpliktos Beta Code: a)ne/kplhktos

English (LSJ)

ἀνέκπληκτον,
A undaunted, intrepid, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117; ὑπὸ κακῶν Pl.R. 619a:—τὸ ἀνεκπληκτότατον X. Ages.6.7. Adv. ἀνεκπλήκτως Plu.2.260c, Hierocl.in CA10p.434M.
II Act., making no impression, λέξις Plu.2.7a.

Spanish (DGE)

-ον
I 1intrépido de personas, Pl.Tht.165b, Hyp.Fr.117, Arist.EN 1115b11, D.C.68.23.2
subst. τὸ ἀ. la intrepidez X.Ages.6.7, Aristaenet.2.17.14, M.Ant.1.15
que no se arredra ὑπὸ ... τῶν κακῶν Pl.R.619a.
2 que no causa impresión λέξις Plu.2.7a.
II adv. -ως intrépidamente εἶπεν Plu.2.260c, ὑπομένειν Hierocl.in CA 10.5.

German (Pape)

[Seite 221] 1) unerschrocken, Plat. Theaet. 165 b ἀνήρ; ὑπὸ τοῦ πλούτου καὶ τοιούτων κακῶν, nicht gerührt davon, Rep. X, 619 a; τὸ ἀνεκπληκτότατον, die höchste Unerschrockenheit, Xen. Ages. 6, 7. – 2) akt., keinen Eindruck machend, λέξις Plut. ed. lib. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non effrayé ; πρός τι PLUT qui ne se laisse pas effrayer ou étonner par qch ; τὸ ἀνέκπληκτον XÉN sang-froid inaltérable;
2 qui ne fait aucune impression.
Étymologie: , ἐκπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέκπληκτος:
1 неустрашимый (ἀνήρ Plat., Arst.; τόλμη Plut.): ἀ. ὑπό τινος Plat. и πρός или παρά τι Plut. не испытывающий страха перед чем-л.;
2 не производящий никакого впечатления (ἡ ἰσχνὴ λέξις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἄφοβος, ἄτρομος, ἀτάραχος, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β· ὑπὸ κακῶν ὁ αὐτ. Πολ. 619Α· πρός τι Συνέσ. 64Β: - τὸ ἀνέκπληκτον = ἀνεκπληξία, Ξεν. Ἀγησ. 6. 7. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 260C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἔκπληξιν, Πλούτ. 2. 7Α.

Greek Monolingual

ἀνέκπληκτος, -ον (Α)
1. άφοβος, ατρόμητος, ατάραχος, ψύχραιμος
2. αυτός που δεν προξενεί έκπληξη, δεν εντυπωσιάζει.

Greek Monotonic

ἀνέκπληκτος: -ον (ἐκπλήσσω), άφοβος, άτρομος, ατάραχος, σε Πλάτ.· τὸ ἀνέκπληκτον, αφοβία, παλικαριά, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐκπλήσσω
undaunted, intrepid, Plat.:— τὸ ἀνέκπληκτον intrepidity, Xen.