σίφαρος

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑ́φᾰρος Medium diacritics: σίφαρος Low diacritics: σίφαρος Capitals: ΣΙΦΑΡΟΣ
Transliteration A: sípharos Transliteration B: sipharos Transliteration C: sifaros Beta Code: si/faros

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, top-sail, ἐπαίρειν τοὺς σίφαρους Arr.Epict.3.2.18, cf. Hsch. s.v. ἐπίδρομον (prob.): cf. σείφαρος. (The Lat. forms are siparum, sipharum, from which supparus pl. suppara (name of a garment) is to be distinguished.)

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, bei Arr. Epict. 3, 2 v.l. für σίπαρος.

Greek (Liddell-Scott)

σίφᾰρος: ὁ, Λατ. supparum, τὸ ἀνώτατον ἱστίον, ἐπαίρειν τοὺς σ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σείφαρος, Α
τριγωνικό ιστίο που υψώνεται πάνω από την πιο ψηλή κεραία του πλοίου
αρχ.
(κυρίως ο τ. σείφαρος) σκηνή θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με σημιτικό šaperīr, ασσυριακό šuparraru «απλώνω», ενώ, κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, προέρχεται από τη λ. φᾶρος «μεγάλο κομμάτι υφάσματος», με επιτατικό σι- (πρβλ. Σίσυφος)].

Frisk Etymological English

(σεί-)
Grammatical information: m.
Meaning: top-, topgallant sail (Arr.), curtain in the theater (Ephesos).
Other forms: Also σίπαρος (v.l. Arr. Epikt. 3, 2, 18)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. To be rejected Brugmann IF 39, 144: reinforcing σι- (s. Σίσυφος) and φᾶρος, φάρος woven cloth, cloth, garment. Hommel (by letter) thinks of Sem. šaperīr, Assyr. šuparraru spread out. -- Lat. LW [loanword] sīp(h)arum, -rium; cf. W.-Hofmann s. supparum. -- Furnée 163.

Frisk Etymology German

σίφαρος: (σεί-)
{sípharos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Topp-, Bramsegel’ (Arr.), Vorhang im Theater (Ephesos).
Etymology: Technisches Wort ohne Etymologie. Abzulehnen Brugmann IF 39, 144: verstärkendes σι- (s. Σίσυφος) und φᾶρος, φάρος gewebtes Zeug, Tuch, Gewand. Hommel (briefl.) denkt an sem. šaperīr, assyr. šuparraru ausbreiten. — Lat. LW sīp(h)arum, -rium; vgl. W.-Hofmann s. supparum.
Page 2,712