ἀθεότης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A godlessness, Pl.Plt. 308e: in plural, Id.Lg.967c.
II atheism, Ph.1.360,368, etc., Plu.2.165c.
2 neglect of the gods of the state, D.C.67.14.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 impiedad, menosprecio de los dioses, ἀνομία καὶ ἀ. Pl.Ep.336b, ἀ. καὶ ὕβρις καὶ ἀδικία Pl.Plt.309a, ἀ. καὶ δυσχερεία Pl.Lg.967c
•esp. ref. a la religión del Estado ἐπηνέχθη δὲ ἀμφοῖν ἔγκλημα ἀθεότητος se formuló contra los dos una acusación de impiedad D.C.67.14.2, τῶν χριστομάχων anón. crist. en PLit.Palau Rib.13ue.18.
2 no creencia en la existencia de los dioses, ateísmo ἀθεότητος εἰσηγητής Ph.1.360, ἀσεβείας καὶ ἀθεότητος ἕταιροι Ph.1.368
•op. δεισιδαιμονία Plu.2.165c, ἡ πρώτη ἀ. ateísmo en primer grado (e.d. el de aquellos οἵ γε μηδὲ εἶναι λέγοντες θεούς) Porph.in Tim.28, ἡ δευτέρα ateísmo en segundo grado, agnosticismo (e.d. el de ὅσοι τὴν πρόνοιαν ἄρδην ἀνατρέπουσι θεοὺς εἶναι διδόντες) Porph.in Tim.28
•de Epicuro, Clem.Al.Strom.1.1.1, cf. Prot.2.23.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
impiété.
Étymologie: ἄθεος.
Greek Monotonic
ἀθεότης: -ητος, ἡ, αθεΐα, ασέβεια, σε Πλάτ.
German (Pape)
ἡ, Gottlosigkeit, mit ὕβρις und ἀδικία verb., Plat. Polit. 308e; oft Plut., z.B. Superst. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀθεότης: ητος ἡ
1 неверие в богов, безбожие Plut.;
2 тж. pl. нечестивость, бессовестность Plat.
Middle Liddell
ungodliness, Plat.
Translations
impiety
Bulgarian: безбожие, неблагочестивост; French: impiété; German: Pietätlosigkeit; Greek: ανοσιότητα, ασέβεια; Ancient Greek: ἄγος, ἀθεμιστία, ἀθεότης, ἀλειτεία, ἀλειτία, ἀλιτεία, ἀλίτημα, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀναγνεία, ἀνευλάβεια, ἀνομία, ἀνοσιότης, ἀνοσιουργεία, ἀνοσιουργία, ἀσέβεια, ἀσέβημα, ἀφοβία, βεβηλότης, δυσσέβεια, δυσσεβία, δυσσεβίη, τὸ δυσεβές; Irish: aindiagacht; Lithuanian: bedieviškumas; Russian: нечестивость, непочтительность; Spanish: impiedad; Swedish: hänsynslös, ogudaktighet