πασπάλη

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασπάλη Medium diacritics: πασπάλη Low diacritics: πασπάλη Capitals: ΠΑΣΠΑΛΗ
Transliteration A: paspálē Transliteration B: paspalē Transliteration C: paspali Beta Code: paspa/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = παιπάλη, the finest meal, Hsch., Phot., Suid. s.v. ἀλευρότησις: metaph., ὕπνου οὐδὲ π. not a morsel of sleep, Ar.V.91.

German (Pape)

[Seite 532] ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
grain ou farine de millet ; d'où chose minime.
Étymologie: cf. παιπάλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασπάλη -ης, ἡ [~ πάλη] fijn meel; overdr.. ὕπνου οὐδὲ π. nog geen greintje slaap Aristoph. Ve. 91.

Russian (Dvoretsky)

πασπάλη: ἡ (ср. παιπάλη) зернышко, пылинка: ὕπνου οὐδὲ πασπάλην ὁρᾶν Arph. не засыпать ни на минуту, не смыкать глаз.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν
πολύ λεπτό αλεύρι
νεοελλ.
1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη
2. σκόνη, κονιορτός
3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου κατά την άλεση
αρχ.
μτφ. κάθε πράγμα σε ελάχιστη ποσότητα («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της με το συνώνυμο παιπάλη «λεπτό αλεύρι» οφείλεται σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, πολύ ψιλό αλεύρι· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, ούτε υποψία ύπνου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, τὸ λεπτότατον ἄλευρον, κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: fine flour etc. = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [metaph. of a very small measure], H., Phot., Suid.).
Compounds: πασπαλη-φάγος π.-eating' (Hippon.).
Derivatives: Also πάσπαλος with πασπαλέτης = κέγχρος resp. κεγχραλέτης (Gal.); PN Πασπαλᾶς.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular word of unknown formation; orig. *[σ]πα-σπάλη with dissim. (Schwyzer 260 a. 334 with Bq a. Curtius) is quite hypothetical. Cf. Masson Hipponax 155 w. n. 2 (one supposed Lyd. origin). - The relation with παιπάλη is quite unclear.

Middle Liddell

πᾰσπάλη, ἡ, = παιπάλη
the finest meal: metaph., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη not a morsel of sleep, Ar.

Frisk Etymology German

πασπάλη: {paspálē}
Grammar: f.
Meaning: feines Mehl = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [übertr. von einem sehr kleinen Maß], H., Phot., Suid.);
Composita: πασπαληφάγος’π.-fressend' (Hippon.);
Derivative: auch πάσπαλος mit πασπαλέτης = κέγχρος bzw. κεγχραλέτης (Gal.); PN Πασπαλᾶς.
Etymology: Volkstürnliches Wort unklarer Bildung; urspr. *[σ]πασπάλη mit Dissim. (Schwyzer 260 u. 334 mit Bq u. Curtius) ist ganz hypothetisch. Vgl. Masson Hipponax 155 m. A. 2 (über vermeintliche lyd. Herkunft).
Page 2,477

Mantoulidis Etymological

(=πολύ λεπτό ἀλεύρι). Ἀντί παιπάλη πού παράγεται ἀπό τό πάλη μέ ἀναδιπλασιασμό, τοῦ πάλλω (=χτυπῶ, κουνῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.