κακοφραδής Search Google

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοφρᾰδής Medium diacritics: κακοφραδής Low diacritics: κακοφραδής Capitals: ΚΑΚΟΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: kakophradḗs Transliteration B: kakophradēs Transliteration C: kakofradis Beta Code: kakofradh/s

English (LSJ)

κακοφραδές, (φράζομαι) poet. word, bad in counsel, foolish, Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as adverb, foolishly, Euph.98.2.

German (Pape)

[Seite 1305] ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a de mauvais desseins, malveillant.
Étymologie: κακός, φράζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοφραδής -ές [κακός, φράζομαι] onberaden, dwaas:. Αἶαν... κακοφραδές Ajax, dwaas! Il. 23.483.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοφρᾰδής: злоумышляющий, коварный (Αἴας Hom.).

English (Autenrieth)

ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.

Greek Monolingual

κακοφραδής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.)
1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές
ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγοφραδής.

Greek Monotonic

κᾰκοφρᾰδής: -ές (φράζομαι), κακόβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφρᾰδής: -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «κακόβουλος» (Σχόλ.), Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ.

Middle Liddell

κᾰκο-φρᾰδής, ές [φράζομαι]
bad in counsel, Il.