φραδής
English (LSJ)
φραδές (or φρᾰδ-ύς, ύ), only found in gen. έος, understanding, wise, shrewd, φραδέος νόου Il.24.354. Adv. φραδῶς, = φραστικῶς, φανερῶς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1302] ές, verständig, klug, einsichtsvoll, φραδέος νόου Il. 24, 354, adv. φραδῶς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
prudent, sage.
Étymologie: φράζω.
Russian (Dvoretsky)
φρᾰδής: рассудительный, осмотрительный (νοῦς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
φρᾰδής: -ές, γεν. έος, φράδμων, συνετός, ἀντίθετ. τῷ ἀφραδής. φραδέος νόου, «συνετοῦ νοῦ καὶ ἄριστα βουλεύεσθαι δυναμένου» (Σχόλ.), Ἰλ Ω. 354. Ἐπίρρ. φραδῶς, «φραστικῶς φανερῶς» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
ές (φράζω): prudent, clear, νόος, Il. 24.354†.
Greek Monolingual
-ές, και φραδύς, -εῖα, -ύ, Α
συνετός, έμπειρος («φραδέος νόου ἔργα τέτυκται», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
φραδῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «φραστικῶς, φανερῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά μόνον μία φορά στον τ. γεν. φραδέος, από τον οποίο ορισμένοι μελετητές έχουν υποθέσει μια ονομ. φραδύς, σχηματισμένη από το θ. φραδ- του φράζω (Ι), κατά τα επίθ. σε -ύς (πρβλ. βαθύς), ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για έναν τ. φραδής, κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -φραδής.
Greek Monotonic
φρᾰδής: -ές, γεν. —έοςή —ύς, -ύ, (φράζω), κατανοητός, σοφός, συνετός, αντίθ. προς ἀφραδής, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
φρᾰδής, ές φράζω
understanding, wise, shrewd, opp. to ἀφραδής, Il.