μεγαλοεργία
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ἡ, great achievement, Plb.30.25.1 (s.v.l.); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
par contr. μεγαλουργία;
grandeur des actions.
Étymologie: μεγαλοεργός.
Greek Monolingual
μεγαλοεργία, ἡ (Α)
βλ. μεγαλουργία.
Greek Monotonic
μεγᾰλοεργία: ἡ, συνηρ. -ουργία, μεγαλοπρέπεια, σε Λουκ.
German (Pape)
s. μεγαλουργία.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοεργία: стяж. μεγᾰλουργία ἡ
1 величие, великолепие Luc.;
2 щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).
Middle Liddell
μεγᾰλοεργία, ἡ, [from μεγᾰλοεργής]
magnificence, Luc.
Translations
magnificence
Catalan: magnificència; Finnish: suurenmoisuus; Greek: λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια; Ancient Greek: ἀγλαΐα, ἀγλαΐη, διαπρέπεια, δόξα, δόξις, λαμπρότης, μεγαλειότης, μεγαλοεργία, μεγαλομοιρία, μεγαλοπραγμοσύνη, μεγαλοπρέπεια, μεγαλοπρεπείη, μεγαλοψυχία, παράστασις, περιφάνεια, σεμνότης, τὸ διαπρεπές, τὸ σεμνόν, ὑπερφύεια, φιλοτίμημα Latin: magnificentia; Malayalam: ഉജ്ജ്വലത; Maori: marutunatanga; Middle English: deynte; Portuguese: magnificência; Spanish: magnificencia