κουροσύνη

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουροσύνη Medium diacritics: κουροσύνη Low diacritics: κουροσύνη Capitals: ΚΟΥΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kourosýnē Transliteration B: kourosynē Transliteration C: kourosyni Beta Code: kourosu/nh

English (LSJ)

[ῠ], Dor. κουροσύνα, ἡ, (κοῦρος A) youth, youthful prime, χαίρων κουροσύνᾳ Theoc.24.58, cf. AP6.281 (Leon.), 309 (Id.), 9.259 (Bianor).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
jeunesse.
Étymologie: κουρόσυνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουροσύνη -ης, ἡ, Dor. κουροσύνα [κόρη] jeugdigheid, jeugd.

German (Pape)

ἡ, das Jugendalter, die Jugend; Bian. 7 (XII.259); κουροσύνης πείρατα Leon.Tar. 7 (VI.281); in dorischer Form κωροσύνη, Theocr. 24.57.

Russian (Dvoretsky)

κουροσύνη: дор. κωροσύνα (ῠ) ἡ молодость, юность Anth.: χαίρων κωροσύνᾳ Theocr. радуясь как дитя.

Greek Monolingual

κουροσύνη, δωρ. τ. κουροσύνα, ἡ (Α) κουρόσυνος
η νεότητα, η νεανική ηλικία («ἐπάλλετο δ' ὑψόθι χαίρων κουροσύνᾳ», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

κουροσύνη: Δωρ. κωρ-, ἡ (κοῦρος), νεότητα, νεανική ακμή, σε Ανθ.· ευθυμία, ευδιαθεσία, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κουροσύνη: Δωρ. κωρ-, ἡ, νεότης, νεανικὴ ἀκμή, Ἀνθ. Π. 6. 281, 309, πρβλ. 9. 259· ἐντεῦθεν, εὐθυμία, Θεόκρ. 24. 57.

Middle Liddell

κοῦρος
youth, youthful prime, Anth.: mirthfulness, Theocr.