δάσκιος

From LSJ
Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσκῐος Medium diacritics: δάσκιος Low diacritics: δάσκιος Capitals: ΔΑΣΚΙΟΣ
Transliteration A: dáskios Transliteration B: daskios Transliteration C: daskios Beta Code: da/skios

English (LSJ)

δάσκιον, (δα-, δκιά) thick-shaded, bushy, ὕλη Od.5.470, B.10.93, etc.; ὄρη E.Ba.218; γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13.

Spanish (DGE)

-ον
de espesas sombras, umbrío, tupido, espeso ὕλη Od.5.470, B.11.93, Mosch.5.7, Opp.C.2.73, 530, 3.391, 4.1, Colluth.193, 224, 356, Nonn.D.10.175, 20.279, cf. Hsch., ὄρη Semon.13.1, Pi.N.6.43, Ar.Th.997, E.Ba.218, γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13, cf. AP 15.24.2 (Simm.), ἕλος A.R.2.1283, Ἴδη Triph.324, ἄλσος AP 9.669 (Marian.), IG 5(1).455.1, οὔρεα Epigr.Anat.25.1995.66 (Bitinia II a.C.)
fig. sombrío, oscuro πραπίδων δάσκιοι ... πόροι A.Supp.94, κατὰ δάσκιον ὄψιν bajo el aspecto sombrío (a causa de la barba) AP 11.368 (Iul.Antec.).
• Diccionario Micénico: da-zo (?).
• Etimología: De δα-σκιος, c. el prefijo aumentativo δα- (alteración de eol. ζα- < δια-), que aparece en δαφοινός y quizá en δασπλῆτις qq.u., o quizá de δασυ-σκ- c. haplol.; para el segundo término, cf. σκιά.

German (Pape)

[Seite 523] sehr schattig, schattenreich, von σκιά und δα – = ζα – = διά, vgl. δαφοινός. Bei Homer zweimal: δάσκι ος ὕλη Versende Iliad 15, 273, δάσκιον ὕλην Versende Odyss. 5, 470. – Folgende: ὄρη Eur. Bacch. 218; Ar. Th. 998; übertr., dicht, γενειάς Aesch. Pers. 316; Soph. Tr. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux ombrages épais (forêt);
2 p. anal. couvert de barbe.
Étymologie: δα-, σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάσκιος -ον [δα-, σκιά] schaduwrijk:; δάσκιος ὕλη een schaduwrijk bos Od. 5.470; overdr.:; δαῦλοι γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι donker en duister strekken de wegen van zijn geest zich uit Aeschl. Suppl. 94; bosrijk:; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι in de bosrijke bergen Eur. Ba. 218; overdr.: δάσκιος γενειάς een weelderige baard Aeschl. Pers. 316.

Russian (Dvoretsky)

δάσκιος:
1 весьма тенистый, густо поросший (ὄρη Eur., Arph.);
2 очень густой (ὕλη Hom.; γενειάς Aesch., Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δάσκῐος: -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, θαμνώδης, δρυμώδης, δασώδης, ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.

English (Autenrieth)

(σκιά): thick-shaded, Il. 15.273 and Od. 5.470.

English (Slater)

δάσκιος
1 shady δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν (N. 6.43) ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ]δασκιον[ P. Oxy. 2445. fr. 12.

Greek Monolingual

δάσκιος, -ον (Α)
1. με πυκνή σκιάδάσκιος ὕλη» — σκιερό, πυκνό δάσος)
2. δασώδης («δάσκια ὄρη»)
3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» — τα μακριά, πυκνά του γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό πρόθεμα δα- και β' συνθετικό τη λέξη σκιά.

Greek Monotonic

δάσκιος: -ον (δα-, σκιά), αυτός που έχει πυκνή σκιά, σκιερός, θαμνώδης, πυκνός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τη γενειάδα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

[δα-, σκιά
thick-shaded, bushy, Od., Eur.; of a beard, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

shady, thick, of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)