Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Ἡράκλειος

From LSJ
Revision as of 11:55, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡράκλειος Medium diacritics: Ἡράκλειος Low diacritics: Ηράκλειος Capitals: ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ
Transliteration A: Hērákleios Transliteration B: Hērakleios Transliteration C: Irakleios Beta Code: *(hra/kleios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον S.Tr.51; Ep. Ἡρακλήειος, in Ion. Prose Ἡρακλήϊος, η, ον:—
A of Heracles, βίη Ἡρακληείη, i.e. Heracles himself, Il. 11.690, al., Theoc.25.154, etc.; Ἡράκλειαι στῆλαι the opposite headlands of Gibraltar and Apes' Hill near Tangier, Hdt.2.33,4.8 (where Ἡρακλέων is the best reading); στᾶλαι Ἡ Pi.I.4(3).12. Adv. Ἡρακλείως = like Heracles, Luc.Peregr.33.
II Ἡράκλειον or Ἡρακλεῖον, Ion. Ἡράκλήϊον (sc. ιερόν), τό, temple of Heracles, Hdt.2.44, al.; also, a huge drinking-cup, such as Heracles used, Ath.11.469c.
2 Ἡράκλεια (sc. ἱερά), τά, his festival, Ar.Ra.651, IG3.129; Ἡ. θύειν D.19.86, etc.
3 Ἡρακλεία, ἡ, frothy poppy, Silene viscosa, Thphr. HP 9.12.5,9.15.5, Dsc.4.66.
b title of poem by Rhianus.
III νοῦσος Ἡρακλείη = epilepsy, Hp.Mul. 1.7, cf. Gal.17(2).341; but Ἡράκλειον πάθος = elephantiasis, Aret.SD2.13.
IV Ἡράκλεια λουτρά = hot baths, Ar.Nu.1051, ubi v. Sch. (also Ἡρακλέους κοῖται soft bedding, Megaclid. ap. Ath.12.512f).
V λίθος Ἡρακλεία or λίθος Ἡράκλεια, ἡ, the magnet, Pl.Ti.80c, Ion533d, Epicur.Fr.293; from Heraclea in Lydia, acc. to Hsch.
2 πάνακες Ἡράκλειον = opopanax, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.
VI Ἡράκλειος, ὁ (sc. μήν), a month at Delphi, GDI1685, al.; at Halicarnassus, SIG1015.1.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
adj. d'Héraclès, qui concerne Héraclès ; Ἡράκλειαι στῆλαι HDT les colonnes d'Hercule (Kalpè et Abylè);
subst.
1Ἡράκλεια, v. Ἡράκλεια¹;
2 τὸ Ἡράκλειον ou Ἡρακλεῖον Héracleion, sanctuaire d'Héraclès;
3 τὰ Ἡράκλεια fêtes d'Héraclès.
Étymologie: Ἡρακλέης.

Russian (Dvoretsky)

Ἡράκλειος: эп.-ион. Ἡρακλήϊος 2 и 3 Гераклов(ский) (βίη Hom., Hes.): Ἡράκλεια или Ἡρακλεία λίθος Plat. Гераклов камень, т. е. магнит; Ἡράκλεια λουτρά Arph. холодное купанье.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡράκλειος: -α, -ον, ὡσαύτως -ος, ον, Σοφ. Τρ. 51· Ἐπικ. -ήειος, ἐν τῇ πεζῇ Ἰάδι -ήιος, η, ον· ― ἀνήκων εἰς τὸν Ἡρακλέα, Λατ. Herculeus, βίη Ἡρακληείη, δηλ. ἡ ῥώμη τοῦ Ἡρακλέους, ὁ ῥωμαλέος Ἡρακλῆς, Ὅμ.· ― Ἡρ. στῆλαι Ἡρόδ. 2. 33., 4. 8 κ. ἀλλ.· καὶ στᾶλαι ἢ κίονες Ἡρακλέος παρὰ Πινδ. Ν. 3. 36, Ο. 3. 79 καὶ Ἡρ. ὅροι Πλάτ. Τιμ. 25· τὰ ὄρη τοῦ Ἡρακλέους (ἡ Κάλπη σήμ. Γιβραλτὰρ καὶ ἡ Ἀβύλη σήμ. ὄρος τῶν Πιθήκων). ― Ἐπίρρ. Ἡρακλείως, ὁμοίως τῷ Ἡρακλεῖ, Λουκ. Περεγρ. 33. ΙΙ. Ἡράκλειον, Ἰων. -ήιον (ἐνν. ἱερόν), τό, ὁ ναὸς τοῦ Ἡρακλέους, Ἡρόδ. 2. 44 κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως, μέγα ποτήριον, ἄξιον τοῦ Ἡρακλέους, Ἀθήν. 469C. 2) Ἡράκλεια (ἐνν. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βατρ. 651, Δημ. 368. 11. 3) Ἡρακλεία, ἡ, Heracleum, φυτόν τι, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 15, 5. ΙΙΙ. νόσος Ἡρακλείη, ἡ ἐπιληψία, Ἱππ. 593. 30, Γαλην.· ἀλλά, Ἡρ. πάθος, ἡ ἐλεφαντίασις, Ἀρεταῖ. Σημ. Ὀξ. Νούσ. 2. 13. IV. Ἡράκλεια λουτρά, θερμὰ λουτρά, Ἀριστοφ. Νεφ. 1051, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Ἀθήν. 512F. V. λίθος Ἡρακλεία ἢ Ἡράκλεια, ἡ, ὁ μαγνήτης, Πλάτ. Τιμ. 80C, Ἴωνι 533D· καλουμένη οὕτω κατὰ τὸν Buttm. ἐκ τῆς ἑλκτικῆς αὐτῆς δυνάμεως· ἴδε Μάγνης ΙΙ. VI. Ἡρ. (ἐξυπακ. μήν), ὁ, μήν τις Δελφικός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1707, Ἀνέκδ. Δελφ. 3. 17, 33.

English (Slater)

Ἡρᾰκλειος, -α -ον of Herakles ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις (I. 4.12) ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς (sc. Ζεύς) (I. 7.7)

Greek Monotonic

Ἡράκλειος: -α, -ον και -ος, -ον, Επικ. -ήειος, Ιων. -ήιος, -η, -ον,
I. αυτός που ανήκει στον Ηρακλή, Λατ. Herculeus· βίη Ἡρακληείη, δηλ. η ρώμη, η δύναμη του Ηρακλή, ο ρωμαλέος Ηρακλής, σε Όμηρ.· Ἡράκλειαι στῆλαι, οι δύο αντικριστοί βράχοι του Ηρακλή, δηλ. η Κάλπη, το σημερινό Γιβραλτάρ, και η Αβύλη, το σημερινό όρος των Πιθήκων, σε Ηρόδ.
II. 1. ως ουσ., Ἡράκλειον, Ιων. -ήιον (ενν. ἱερόν), τό, το ιερό του Ηρακλή, το Ηράκλειο, στον ίδ. κ.λπ.
2. Ἡράκλεια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή προς τιμήν του Ηρακλή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Ἡράκλειος, η, ον [from Ἡρακλέης
I. of Hercules, Lat. Herculeus, βίη Ἡρακληείη, i. e. Hercules himself, Hom.:— Ἡρ. στῆλαι the opposite headlands of Gibraltar and Apes' Hill near Tangier, Hdt.
II. as substantive, Ἡράκλειον, ionic -ήιον (sc. ἱερόν), the temple of Hercules, Heracleum, Hdt., etc.
2. Ἡράκλεια (sc. ἱερά), τά, his festival, Ar.