περιήκω
English (LSJ)
A to have come round to one, εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ π. X.Cyr. 4.6.6, cf. Arr.An.4.13.4: metaph., [κεφαλαὶ] εἰς κρανία π. are turned into... Philostr.Im.2.19: c. acc., τὰ σὲ περιήκοντα that which has fallen to thy lot, Hdt.7.16.ά; τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα we say that the greatest luck came round to, befel, this man, Id.6.86.ά; ἔμελλε… δίκη περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Paus.8.51.5.
2 of time, to have come round, καιρῷ περιήκοντι Plu.Ages.35; ἔτει δεκάτῳ περιήκοντι Aristid.Or.50(26).1, cf. Parth.30.2.
3 surround, πέτραν [τὸν ὄχθον] περιήκουσαν Philostr.VA3.13; κύκλῳ περὶ τὸ σπήλαιον π. ἄμπελος D.Chr.2.41.
German (Pape)
[Seite 576] herumkommen, in der Reihe, im Kreislauf an Einen kommen (vgl. περιέρχομαι), endlich an Einen kommen, ihn treffen; τὰ σὲ περιήκοντα, was dich getroffen hat, was dir zu Theil geworden ist, Her. 7, 16, 1, wie 6, 86, 1, τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν τά τε ἄλλα πάντα περιήκειν τὰ πρῶτα καὶ δὴ καὶ ἀκούειν ἄριστα, wo es wenigstens einfacher ist, ἄνδρα auch in dem ersten Satzgliede als Subject zu betrachten: dieser Mann soll sowohl im Uebrigen das höchste Glück erlangt haben, als auch in dem besten Rufe stehen; περιήκει ἡ ἀρχὴ εἰς αὐτόν, die Herrschaft, Regierung gelangt an ihn, Xen. Cyr. 4, 6, 6; Folgde; auch περιήκει ὁ καιρὸς εἴς τι, Plut. Agesil. 35.
French (Bailly abrégé)
1 échoir, arriver : τὰ περιήκοντα HDT les choses qui sont arrivées ; échoir par un tour de succession : εἰς αὐτόν XÉN (le pouvoir) lui est échu;
2 aboutir à : εἰς τοῦτο PLUT à ce concours de circonstances.
Étymologie: περί, ἥκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ήκω terechtkomen bij; met acc..; τοῦτον τὸν ἄνδρα... π. τὰ πρῶτα dat de beste dingen die man ten deel vielen Hdt. 6.86α.2; met prep. bep..; ἐπεὶ εἰς τὸν... φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει nu de heerschappij bij de moordenaar terecht is gekomen Xen. Cyr. 4.6.6; van tijd. εἰς τοῦτο περιήκει ὁ καιρός het is zover gekomen Plut. Ages. 35.4.
Russian (Dvoretsky)
περιήκω:
1 доставаться: τὰ σὲ περιήκοντα Her. то, что выпало тебе на долю; ἡ ἀρχὴ περιήκει εἴς τινα Xen. власть переходит к кому-л.;
2 достигать, доходить: π. τὰ πρῶτα Her. достигать высших ступеней (благополучия).
Greek Monolingual
Α
1. έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», Ξεν.)
2. φτάνω σε κάποιον, βρίσκω κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η τιμωρία να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, Παυσ.)
3. (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», Πλούτ.)
4. περιβάλλω («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἥκω «έχω έλθει»].
Greek Monotonic
περιήκω: μέλ. -ξω,
1. έχω περικυκλώσει κάποιον, τὰ σὲ περιήκοντα, αυτά που περιήλθαν στον κλήρο σου, σε Ηρόδ.· τοῦτον τὸνἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέμε ότι η καλύτερη τύχη έχει πέσει σ' αυτόν τον άνθρωπο, στον ίδ.
2. λέγεται για χρόνο, έχω έλθει, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιήκω: ἔχω περιέλθει εἴς τινα, ἐπεὶ δὲ εἰς τὸν τοῦ ἐμοῦ παιδὸς φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει Ξεν. Κύρ. 4. 6, 6, πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 4. 13· μεταφορ., κεφαλαὶ εἰς κρανία π., μεταβάλλονται εἰς …, Φιλόστρ. 842· - μετ’ αἰτ., ἔχω ἐπέλθει ἐπὶ τέλους εἴς τινα, τὰ σὲ περιήκοντα, ὅσα σοι ἐπῆλθον, Ἡρόδ. 7.16, 1· τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα, λέγομεν ὅτι ἡ μεγίστη εὐτυχία ἔχει πέσει εἰς τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὁ αὐτ. 6.86, 1· ἔμελλε ... δίκη περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα Παυσ. 8. 51, 5· (παρ’ Ἡροδ.· ὁ Schweigh. λαμβάνει τὸ περιήκω ὡς = περιβάλλομαι (ἴδε περιβάλλω IV), ἀλλὰ πρβλ. περιέρχομαι ΙΙ, περίειμι (εἶμι) ΙΙ, καὶ τὸ ἐκ τοῦ Παυσ. μνημονευθὲν χωρίον). 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω ἐλθεῖ, φθάσει, Πλούτ. Ἀγησ. 35, Ἀριστείδ. 1. 301.
Middle Liddell
fut. ξω
1. to have come round to one, τὰ σὲ περιήκοντα that which has fallen to thy lot, Hdt.; τοῦτον τὸν ἄνδρα φαμὲν περιήκειν τὰ πρῶτα we say that the greatest luck befel this man, Hdt.
2. of time, to have come round, Plut.