κατάστρωμα

From LSJ
Revision as of 12:02, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστρωμα Medium diacritics: κατάστρωμα Low diacritics: κατάστρωμα Capitals: ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ
Transliteration A: katástrōma Transliteration B: katastrōma Transliteration C: katastroma Beta Code: kata/strwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is spread upon or over: in a ship, deck, Hdt.8.118,119, Th.1.49, X. HG1.4.18, Pl.La.184a, Thphr. Char. 22.5, etc.; καταστρώματα διὰ πάσης [τῆς νεώς] Th.1.14; οἱ ἀπὸ τῶν κ., i.e. the fighting men, opp. the rowers, Id.7.40.
II part of the constellation Argo, Hipparch.1.8.1, Ptol.Alm.8.1.
III πλίνθινα κ. a tile roof, AB269, cf. LW 3.141 (Ephesus).
IV floor, pavement, Ath.Mech.13.4, Gp.6.2.10.

German (Pape)

[Seite 1383] τό, das Hingebreitete, bes. das Schiffsverdeck; Her. 8, 118; Thuc. 1, 49; Plat. Lach. 184 a; Xen. Hell. 1, 4, 7; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pont de navire.
Étymologie: καταστρώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάστρωμα -ματος, τό [καταστρώννυμι] scheepsdek:. οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων... ἀκοντίζοντες de soldaten die vanaf het dek speren gooiden Thuc. 7.40.5.

Russian (Dvoretsky)

κατάστρωμα: ατος τό палуба Her. etc.: οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων Thuc. боевой экипаж корабля.

Greek Monolingual

το (AM κατάστρωμα) καταστρώννυμι
1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα του καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο
2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο του σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να προφυλάσσει το πλοίο από τα νερά τών κυμάτων ή της βροχής
νεοελλ.
φρ. α) ναυτ. «κατάστρωμα πτήσεως» — το ανώτερο κατάστρωμα τών αεροπλανοφόρων που χρησιμεύει για την απονήωση και την προσνήωση τών αεροπλάνων
β) «κατάστρωμα οδού» — το τμήμα της επιφάνειας της οδού που είναι στρωμένο με ασφαλτόστρωμα, χαλίκια, σκύρα ή άλλα τεχνικά μέσα
γ) «κατάστρωμα γέφυρας» — το δάπεδο της γέφυρας που είναι κατασκευασμένο από ξύλινες δοκούς ή από σιδερένια ελάσματα
δ) «ταξιδεύω κατάστρωμα» — ταξιδεύω ως επιβάτης τρίτης θέσεως
μσν.-αρχ.
δάπεδο, πάτωμα
αρχ.
1. στέγη
2. τμήμα του αστερισμού Αργώ.

Greek Monotonic

κατάστρωμα: -ατος, τό, αυτό που απλώνεται· στο πλοίο, το κατάστρωμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων, οι ναύτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστρωμα: τό, τὸ ἐπεστρωμένον· ἐν πλοίῳ, τὸ ἐπάνω πάτωμα, ὅπερ «κατάστρωμα» καὶ νῦν ἔτι καλεῖται, Ἡρόδ. 8. 118· τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος καταβιβάσας ἐς κοίλην νῆα 8. 119, Θουκ. 1. 49, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 18, κτλ.· καταστρώματα διὰ πάσης τῆς νεώς Θουκ. 1. 14· οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων, δηλ. οἱ (ἐπιβάται) μαχηταί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐρέτας, ὁ αὐτ. 7. 40. ΙΙ. μέρος τοῦ ἀστερισμοῦ, ὅστις Ἀργὼ καλεῖται, Πτολ. ΙΙΙ. πλίνθινα κ., στέγη ἐκ πλίνθων ἢ κεράμων, Β. Α. 269.

Middle Liddell

κατάστρωμα, ατος, τό,
that which is spread over: in a ship, the deck, Hdt., Thuc.; οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων the marines, opp. to the rowers, Thuc. [from καταστρώννῡμι]

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό καταστρώννυμικατά + στρώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.