πλημμελέω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
prop. make a false note in music, but in usage, metaph., offend, err, τί πλημμελήσας; E.Ph.1655, cf. Pl.Phd. 117e, al.; τοὺς ἑκουσίως καὶ δι' ὕβριν πλημμελοῦντας D.21.42; περί τι Antipho 3.3.6; παρὰ τοὺς νόμους Din.1.62; εἰς δίκην Pl.Lg.943e, cf. Rev.Phil.1929.142 (Iasos), POxy.1119.18 (iii A.D.); εἴς τινα τῷ λόγῳ Aeschin.1.167, cf. Phld.Ir.p.83 W.: c. part., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες…; Pl.R. 480a, cf. Sph. 244b: rarely c. acc., offend against, τὸν πάλαι προτετελευτηκότα D.S. 10.14:—Pass., τὰ εἰς ἀλλήλους πεπλημμελημένα Isoc.5.37; τὰ πλημμεληθέντα τῷ δήμῳ περὶ τοὺς στρατηγούς Plu.Arist.26; to be wronged or sinned against, Pl.Phdr.275e; ὑπό τινων Decr. ap. D.18.155; κατ' οὐδὲν ὑφ' ἡμῶν πεπλημμελημένοι Philipp.ib.166; ἐάν τι πλημμεληθῇ if anything goes wrong, Arist.PA664b29.
German (Pape)
[Seite 633] einen Fehler im Singen machen, übh. fehlen, ein Versehen machen, sich vergehen; Eur. Phoen. 1649; ofr bei Plat.; absolut, τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν, Critia. 106 b; μηδέν, Soph. 242 b; τοιαῦτα, Phaed. 117 d; auch εἰσταῦτα, εἰς δίκην, Legg. VII, 813 c XII, 943 e; u. c. partic., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες, Rep. V, 480, περί τι, Antipho 3 γ 6; τῶν πρότερον ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους πεπλημμελημένων, Lys. 5, 37, bei dem es 9, 9 dem λοιδορεῖν entsvricht; εἰς τὸν Φίλιππον λόγῳ, Aesch. 1, 167; θεὸς ὑπό τινος πλημμελούμενος, Dem. 18, 155 (decret.); τὶ εἴς τινα, Pol. 15, 32, 7; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
propr. faire une fausse note ou une faute contre la mesure ; fig. commettre une faute par négligence : τι en qch ; περί τι à l'égard de qch (de la justice, etc.) ; εἴς τινα, à l'égard de qqn ; Pass. avec un suj. de chose être fait à tort ; avec un suj. de pers. être négligé ou traité avec mépris.
Étymologie: πλημμελής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλημμελέω [πλημμελής] verkeerd handelen:; τοὺς ἑκουσίως καὶ δι’ ὕβριν πλημμελοῦντας lhen die opzettelijk en uit misdadigheid verkeerd handelen Dem. 21.42; met εἰς + acc..; τοῖς ἀνθρώποις συναγορεύσω ὑπὲρ ὧν εἰς αὐτοὺς πλημμελεῖ ik zal opkomen voor de mensen tegen de fouten die hij (de letter tau) tegen hen begaat Luc. 16.11; ptc. pass. subst.. τὰ πρότερον εἰς ἀλλήλους πεπλημμελημένα het vroegere onrecht jegens elkaar Isocr. 5.37; τὰ πλημμεληθέντα τῷ δήμῳ περὶ τοὺς στρατηγούς het onrechtvaardige gedrag van het volk ten opzichte van de legeraanvoerders Plut. Arist. 26.5.
Russian (Dvoretsky)
πλημμελέω: допускать оплошность, совершать ошибку или совершать несправедливость (π. τι Eur., Xen. etc., εἴς τι и εἴς τινα Plat., Aeschin. etc.): τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Plat. поправить ошибающегося; ἵνα μὴ τοιαῦτα πλημμελοῖεν Plat. (он сказал им), чтобы они не совершали этого безрассудства; πλημμελεῖσθαι ὑπό τινος Plat. подвергаться несправедливому отношению с чьей-л. стороны; τὰ ὑμῖν εἰς ἀλλήλους πλημμεληθέντα Dem. ваши взаимные обиды.
Greek Monotonic
πλημμελέω: μέλ. -ήσω, κάνω σφάλμα στη μουσική· μεταφ., κάνω λαθος, αμαρτάνω, σφάλλω, τι, σε κάποιο πράγμα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· εἴς τινα, σε Αισχίν. — Παθ., πλημμελεῖσθαι ὑπό τινος, τυγχάνω κακής μεταχείρισης από κάποιον, δεινοπαθώ από αυτόν, σε Πλάτ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πλημμελέω: κάμνω σφάλμα μουσικὸν ἢ παραφωνίαν, πρβλ. πλημμέλεια. ΙΙ. μεταφορ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, διαπράττω σφάλμα, ἁμάρτημα, τι = εἴς τι πρᾶγμα, Εὐρ. Φοίν. 1650, Πλάτ. Φαίδων 117D, κ. ἀλλ.· τοὺς ἑκουσίως καὶ δι’ ὕβριν τι πλημμελοῦντας Δημ. 527. 27· περί τι Ἀντιφῶν 123. 10· εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 943E· εἴς τινα λόγῳ Αἰσχίν. 24. 3· μετὰ μετοχ., μὴ οὖν τι πλημμελήσομεν καλοῦντες...; Πλάτ. Πολ. 480A, πρβλ. Σοφ. 244B. ― Παθ., πλημμελοῦμαι ὑπό τινος, πάσχω κακῶς ὑπό τινος, Πλάτ. Φαῖδρ. 275E, Ἰσοκρ. 89D, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 279. 11· κατ’ οὐδὲν ὑφ’ ἡμῶν πεπλημμελημένοι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 486.
Middle Liddell
πλημμελέω, fut. -ήσω
to make a false note in music: metaph. to go wrong, offend, err, τι in a thing, Eur., Plat., etc.; εἴς τινα Aeschin.:—Pass., πλημμελεῖσθαι ὑπό τινος to be ill-treated by one, Plat., Dem.