ἐξοικοδομέω

From LSJ
Revision as of 07:08, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοικοδομέω Medium diacritics: ἐξοικοδομέω Low diacritics: εξοικοδομέω Capitals: ΕΞΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: exoikodoméō Transliteration B: exoikodomeō Transliteration C: eksoikodomeo Beta Code: e)coikodome/w

English (LSJ)

A build, Hdt.2.176, 5.62; make a building good, IG 22.463.48: metaph., τέχνην μεγάλην ἐ. Pherecr.94:—Med., Plb.1.48.11:—Pass., ἐξῳκοδόμηταί σοι τὸ τεῖχος is finished, Ar.Av.1124.
2 ἐ. κρημνόν build up a road along it, Plb.3.55.6.
II unbuild, lay open, τὰς πύλας D.S.11.21, cf. Plu.Dio50.

German (Pape)

[Seite 885] ausbauen, fertig erbauen; τεῖχος Ar. Av. 1124; οἰκίας Her. 5, 62; Xen. Oec. 20, 29 u. Sp.; πύλας, die verbau'ten Thore öffnen, niederreißen, D. Sic. 11, 21; τὸ περιτείχισμα Plut. Dion. 50; – τὸν κρημνόν, einen Weg darüber bahnen, Pol. 3, 55, 6, der auch im med. ἐξοικοδομήσασθαι τεῖχος sagt, für sich aufführen, 1, 48, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 achever de construire, acc.;
2 pratiquer une ouverture dans une construction, ouvrir, acc..
Étymologie: ἐξ, οἰκοδομέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξοικοδομέω:
1 завершать постройкой, выстраивать, сооружать (ἱρόν Her.; οἰκίας Xen.; τεῖχος ἐξῳκοδόμηται Arph.);
2 воен. снабжать укреплениями, укреплять (κρημνόν Polyb.);
3 взламывать, разрушать (τὰς πύλας Diod.; τὸ περιτείχισμα Plut.);
4 med. отстраивать, восстанавливать (τὸ πεπτωκὸς τεῖχος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐντελῶς, τὸ ἐν Μέμφι ἱρὸν Ἄμασίς ἐστι ὁ ἐξοικοδομήσας Ἠροδ. 2. 176., 5. 62, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1124, κλ.· μεταφ., τέχνην μεγάλην ἐξοικοδομήσας Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 8· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῷ, Πολύβ. 1. 48, 11. 2) ἐξοικοδομεῖν τὸν κρημνόν, οἰκοδομεῖν ὁδὸν παρὰ τὸν κρημνόν, ὁ αὐτὸς 3. 35, 6. ΙΙ. κρημνίζω μέρος ᾠκοδομημένον, ἐκφράσσω, ἀνοίγω, ταύτας (τὰς πύλας) ἐξῳκοδόμησεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνοικοδομῶ, Διόδ. 11. 21, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 50.

Greek Monotonic

ἐξοικοδομέω: μέλ. -ήσω, οικοδομώ, χτίζω εντελώς, ολοκληρώνω, αποπερατώνω οικοδόμημα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to build completely, finish a building, Hdt., Ar.