φιλολογία
καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
English (LSJ)
ἡ,
A love of argument or love of reasoning, Pl.Tht.146a, Phld.Ir.p.18W., Hierocl. in CA 12p.446M.
2 learned conversation, Antig. Car. ap. Ath.12.548a.
II love of learning and literature, εὐτραπελία καὶ φιλολογία Isoc. 15.296, cf. Arist.Pr.18 tit., Cic.Fam.16.21.4, Plu.2.645c, Arr.Epict. 4.4.1.
German (Pape)
[Seite 1281] ἡ, 1) eigtl. Liebe zum Sprechen, zur Unterhaltung, Plat. Theaet. 146 a. – 2) gew. Liebe zur Gelehrsamkeit u. Literatur, Beschäftigung mit Gegenständen der Gelehrsamkeit u. Literatur, das Sprechen u. Schreiben darüber, bes. gelehrte Beschäftigung mit alten Sprachen u. Geschichte, u. übh. mit alter Wissenschaft u. Kunst, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
goût pour la littérature ou l'érudition ; dissertation sur un sujet littéraire ou d'érudition.
Étymologie: φιλόλογος.
Russian (Dvoretsky)
φιλολογία: ἡ
1 любовь к ученым беседам: ὑπὸ φιλολογίας Plat. из-за желания вызвать собеседование;
2 любовь к ученым занятиям, учено-литературная деятельность Isocr., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλολογία: ἡ, ἀγάπη τῆς διαλεκτικῆς, τοῦ διαλέγεσθαι, ἀγάπη τῆς ἐπιστημονικῆς καὶ ἀπηκριβωμένης ζητήσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 146Α. ΙΙ. ἀγάπη πρὸς μάθησιν καὶ τὰ γράμματα, σπουδὴ περὶ τὰ γράμματα καὶ τοὺς συγγραφεῖς, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 316, Ἀριστ. Προβλ. 18, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 2. 17, κλπ.· ― ἡ σπουδὴ τῆς γλώσσης καὶ ἱστορίας, Πλούτ. 2. 645C.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλόλογος
νεοελλ.
1. η επιστήμη που ασχολείται με τις μέσω του γραπτού λόγου εκφάνσεις της πνευματικής, καλλιτεχνικής και κοινωνικής ζωής ορισμένου κοινωνικού - εθνικού συνόλου και ορισμένης εποχής (α. «ελληνική φιλολογία» β. «κλασική φιλολογία» γ. «φιλολογία τών ανατολικών λαών»)
2. το σύνολο τών ειδικών επιστημονικών γνώσεων που απαιτούνται για την κατανόηση της λογοτεχνίας μιας γλώσσας, όπως είναι η γραμματική, το συντακτικό και η κριτική τών κειμένων
3. συνεκδ. α) το σύνολο τών έργων του έντεχνου λόγου τα οποία αποτελούν την παραγωγή μιας χώρας σε μια ορισμένη εποχή, λογοτεχνία («ο Φώτης Κόντογλου συνέθεσε μερικά από τα ωραιότερα έργα της νεοελληνικής φιλολογίας»)
β) το σύνολο τών συγγραμμάτων που ανήκουν σε έναν τομέα του επιστητού (α. «ιατρική φιλολογία» β. «εκκλησιαστική φιλολογία»)
4. μτφ. λόγος, ομιλία χωρίς ουσία, αερολογία, φλυαρία («μην τον πιστεύεις, όλα αυτά είναι φιλολογίες»)
αρχ.
1. η αγάπη για έρευνα και αναζήτηση μέσω του διαλόγου και της επιχειρηματολογίας
2. ενδιαφέρον για τα γράμματα, τη μόρφωση, φιλομάθεια
3. ενασχόληση με σημαντικά ζητήματα, συζήτηση για σπουδαία θέματα.
Greek Monotonic
φιλολογία: ἡ, αγάπη για μάθηση ή για τη μελέτη, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
φῐλολογία, ἡ,
love of learning, studiousness, Isocr.