ἀλλόθροος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ἀλλόθροον, contr. ἀλλόθρους, ουν (as always in Trag.) speaking a strange tongue, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, Od. 1.183, 3.302, 15.453: generally, foreign, στρατός Hdt.1.78; Αἴγυπτος Id.3.11; πόλις A.Ag.1200; strange, alien, γνώμη S.Tr.844.—Not in Att. Prose.
Spanish (DGE)
-οον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
I 1de lengua extranjera, extranjero κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους Od.3.302, 15.453, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους Od.1.183, ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν Od.14.43, cf. Fauorin.de Ex.11.10, στρατός Hdt.1.78, Αἴγυπτος Hdt.3.11, πόλις A.A.1200, χθονίης ... βοῆς ἀλλόθροον ἠχώ Nonn.D.9.270.
2 extraño, ajeno incluso enemigo ἀπ' ἀλλόθρου γνώμας por un consejo extraño (del Centauro a Deyanira), S.Tr.844.
II subst.
1 (ὁ, ἡ) extranjero, extraño, desconocido πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος todo el mundo está dispuesto a difamar a los extranjeros A.Supp.973, ὁ μὲν νεὼς σῆς ναυβάτης, ὁ δ' ἀλλόθρους uno es un marinero de tu barco, el otro un desconocido S.Ph.540.
2 τὸ ἀλλόθροον = variedad de lenguas en un ejército, D.C.41.60.6.
German (Pape)
[Seite 103] zsgzg. ἀλλόθρους, cinc andere, fremde Sprache redend, fremd, Hom. viermal, Od. 1, 183 πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 3, 302 ήλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 15, 453 ὅπῃ περάσητε κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 14, 43 πλάζετ' ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε; – Her. στρατός 1, 78. 3, 11; Aesch. πόλις Ag. 1 173 vgl. Suppl. 951; Soph. ἀπ' ἀλλόθρου γνώμης Tr. 841; von anderer Absicht, Sp., wie Dio Cass. 41, 60.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui parle une autre langue, étranger ; ἀλλόθροος γνώμα SOPH conseil d'autrui.
Étymologie: ἄλλος, θρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλόθροος: стяж. ἀλλόθρους 2 чужеязычный, т. е. иноземный, чужой (ἄνθρωποι Hom.; πόλις Aesch.; στρατός Her.): ἀ. γνώμη Soph. совет незнакомца.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόθροος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. θρους, ουν (ὡς ἀείποτε παρὰ τοῖς τραγ.) ― ὁ λαλῶν ξένην γλῶσσαν· ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ’ ἀλλοθρόους ἀνθρ., Ὀδ., ὡς Α. 183, Γ. 302, Ο. 453· ἐπ’ ἀλλοθρόων ἀνθρ., Ξ. 43: καθόλου, = ξένος, στρατός, Ἡρόδ. 1. 78: Αἴγυπτος, ὁ αὐτ. 3. 11· πόλις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1200· ξένος, ἀλλότριος, γνώμη, Σοφ. Τρ. 844. ― Οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις.
English (Autenrieth)
speaking a strange tongue. (Od.)
Greek Monotonic
ἀλλόθροος: -ον, Αττ. συνηρ. -θρους, -ουν, αυτός που ομιλεί ξένη γλώσσα, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, ξένος, αλλότριος, μη οικείος, σε Ηρόδ., Τραγ.
Middle Liddell
speaking a strange tongue, Od.; generally, foreign, strange, alien, Hdt., Trag.