δωδεκαπλάσιος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
δωδεκαπλάσιον, twelvefold, Plu.2.1028c; also δωδεκαπλασίων, ον, gen. ονος, Orib.Fr.102.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυοδεκαπλάσιος Bito 59.7 (cód.)
duodécuplo, doce veces uno de la relación entre el diámetro del sol y el de la tierra, Plu.2.1028c, cf. Papp.422, ἔλαιος δ. doce veces mayor cantidad de aceite Gal.13.587
•neutr. subst. τὸ δωδεκαπλάσιον Bito l.c.
•neutr. sg. como adv. ἂν γὰρ ᾖ δωδεκαπλάσιον αὐτοῦ θᾶττον ... pues si es doce veces más rápido que él ... Them.in Ph.200.14.
German (Pape)
[Seite 694] α, ον, zwölffach, Plut. de animi procr. 31.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
douze fois aussi grand.
Étymologie: δώδεκα, -πλάσιος.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκαπλάσιος: (ᾰσ) двенадцатикратный: λόγος δ. Plut. отношение 12: 1.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκαπλάσιος: -ον, δωδεκάκις τόσος, Πλούτ. 2. 1028C.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δωδεκαπλάσιος, -ον)
ο δώδεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.