Ζευς
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός)
1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός του ουρανού και της γης, γιος του Κρόνου και της Ρέας, σύζυγος της Ήρας
2. ο πέμπτος κατά σειρά αποστάσεως από τον Ήλιο, και μεγαλύτερος ως προς τη μάζα πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, κν. χριστόψαρο
αρχ.
1. φρ. α) «Ζεὺς καταχθόνιος» — ο Πλούτων
β) «σχαοκέφαλος Ζεύς» — κωμ. επίθ. του Περικλέους
γ) «Διὸς ἡμέρα» — ονομασία μιας από τις ημέρες της εβδομάδας
2. παροιμ. «τῷ Διὶ πλούτου πέρι ἐρίζω» — είμαι ή γίνομαι πάμπλουτος
3. (για κολακεία) ο Ξέρξης, οι βασιλείς της Συρίας, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κ.λπ.
4. (στους Πυθαγορείους) η μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η έννοια του ουρανού και του (φυσικού) φωτός της ημέρας —πιθ. και του Ουράνιου, του κατοικούντος στον ουρανό (Caelestis)— από κοινού με την έννοια του «λάμπω, φωτίζω» υπήρξαν η απώτερη πηγή του ονόματος Dyēus της Ινδοευρωπαϊκής, απ' όπου προήλθαν το ελλ. Ζευς, το αρχ. ινδ. Dyāus, το λατ. Iupiter (= ελλ. «Ζευ πάτερ»), το χεττ. šiuš κ.ά. Αν δεχθούμε ότι η αρχική (απαθής) μορφή του ΙΕ τύπου του ονόματος βρίσκεται στην κλητική Ζεῦ (με αναβιβασμένο τον τόνο, εξ ού και ο περισπώμενος τονισμός), ήτοι ότι Ζεῦ < Dyeu (με φωνητική εξέλιξη του dy σε dz, δηλ. σε ελλ. ζ), τότε οι τύποι τών άλλων πτώσεων του ονόματος στην Ελληνική προήλθαν ως εξής: Ζευς < Ζηύς < Dyēus
ο αρχ. μακρός τύπος Ζηύς (πρβλ. αρχ. ινδ. Dyāus) βραχύνθηκε σε Ζεύς κατά τον νόμο του Osthoff (μακρό φωνήεν προ ημιφώνου, του υ, και συμφώνου, του ς, βραχύνεται). ΔıF-ός < Diw- < Dyu- πρόκειται εδώ για τη μηδενισμένη (χωρίς το e του Dyeu-) βαθμίδα της ρίζας, όπου το ημίφωνο y εμφανίζεται με τη φωνηεντική του μορφή (ι), το δε έτερο ημίφωνο u με τη συμφωνική μορφή του (w/F). Ομοίως ερμηνεύεται και η δοτ. ΔıF-ί (> Διί και, με συναίρεση, Δῖ). Η αιτ. Ζῆν < Dyē(u)m (πρβλ. λατ. diem «την ημέρα», αρχ. ινδ. dyām) εμφανίζει και επεκτεταμένο τ. Ζῆνα κατά τον έτερο, νεώτερο τύπο, της αιτ. Δία (< ΔίF-α), όπως αναλογικοί είναι και οι τύποι Ζηνός γεν. και Ζηνί δοτ.. Η ερμηνεία αυτή (του Pokorny κ.ά.) έχει το πλεονέκτημα ότι εξηγεί από κοινού, δηλ. ενιαία, την πληθώρα τών φαινομενικώς διισταμένων τύπων, η δε βασική ρίζα dyeu-/dieu- αποτελεί, κατά πολλούς, σχηματισμό δραστικού ονόματος (nomen agentis) σε -eu- (> εύς) της ρ. dy-(eu-)/di-(eu-) που συνδέεται με τη ρ. του αρχ. ινδ. di-de-ti «λάμπει», ελλ. δέατο κ.ά. Κατ' άλλους (Chantraine κ.ά.), εκτός από τη ρ. dy-ēu-, τη ρίζα Ι, θα πρέπει να δεχθούμε και μια άλλη ρίζα, τη ρίζα ΙΙ, που έχει τη μορφή deiw- και από την οποία μπορούν ευκολότερα να παραχθούν το ελλην. ΔıF-ός (μηδενισμένη βαθμίδα), το αρχ. ινδ. div-as (= ΔιFός) και τα λατ. deivos/deus. Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει, φυσικά, ότι η κλητ. Ζεῦ δεν είναι αρχική και βασική, αλλά υστερογενής αναλογικός τ. από την ονομαστική Ζεύς, πράγμα δύσκολο, αν ληφθεί υπ' όψιν η δύναμη της κλητικής ως τύπου επικλήσεως ιδίως στα ονόματα θεών (πρβλ. Ζεῦ πάτερ, Iupiter κ.ά.). Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, θα πρέπει να αναχθούμε σε αρχ. τ. deiw-os, απ' όπου θα εξηγηθούν και τα αρχ. ινδ. dev-as, λατ. deus, λιθ. diẽvas κ.ά. Όπως και να έχουν οι λεπτομέρειες της ετυμολογικής ερμηνείας του ονόματος, και οι δύο ρίζες συγκλίνουν σημασιολογικά στο να συνδεθεί το όνομα του θεού με την έννοια του ουρανού και του φυσικού φωτός της ημέρας. Ως α' συνθετικό η λ. Ζευς απαντά στη γενική και δοτική και συχνά σε κύρια ονόματα: α) σε γενική με τη μορφή Διοσ-, Δıo- ή Ζηνο-: πρβλ. Διοβλής, Διογενέτωρ, Διογενής, Διογένης, Διομήδης, Διόπαις, Διό(σ)δοτος, Διοσημία, Διόσκουροι, Διοσξεινιασταί, Διοσσωτηριασταί, Ζηνοδοτήρ, Ζηνόδοτος, Ζηνοποσειδών, Ζηνόφρων
β) σε δοτική με μορφή ΔιFει- (στην κυπριακή διάλεκτο), Διει- ή Διι-
πρβλ. ΔιFείθεμις, ΔιFείφιλος, Διειπετής, Διιπόλεια, Διισωτήρια, Διίφιλος].