έρκος

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

ἕρκος, τὸ (AM)
φραγμός
μσν.
κιγκλίδωμα στη βάση της κλίμακας του άμβωνα
αρχ.
1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων
2. ο αυλόγυρος
3. η αυλή του σπιτιού
4. το όστρακο που περικλείει την πίννα
5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας
6. το δίχτυ, ο βρόχος που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη ζώων ή πουλιών ή ψαριών
7. οι κυκλικές σπείρες του σχοινιού (λάσου), το οποίο εκσφενδονίζεται για σύλληψη άγριων ζώων
8. κάθε φραγμός ή μέσο υπεράσπισης («ἕρκος ἀκόντων» — ασπίδα που χρησιμεύει ως μέσο άμυνας ενάντια στα ακόντια)
9. συνεκδ. υπερασπιστής, πρόμαχος, προπύργιο τών άλλων
10. φρ. α) «Κίσσιον ἕρκος» — τα Σούσα
β) «γαίας ἕρκος» — η πόλη
γ) «ἕρκος ἱερόν» — ο βωμός
δ) «μέλαν ἕρκος ἅλμας» — η θάλασσα
ε) «ἕρκος ὀδόντων» — ο φραγμός που σχηματίζεται από τις δύο σειρές τών δοντιών («ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;» — ποιὸς λόγος ξέφυγε απὸ το στόμα σου; Ομ. Οδ.)
στ) «κάρχαρον ἕρκος» — χωρίς δόντια
ζ) «σφραγῖδος ἕρκος» — η σφραγίδα
η) «χρυσόδετα ἕρκη γυναικών» — το χρυσό περιδέραιο με το οποίο εξαπατήθηκε η Εριφύλη και πρόδωσε τον άντρα της
θ) (για τον Αίαντα) «ἕρκος Ἀχαιῶν»
ι) (για τον Αχιλλέα) «ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο» — ια) (για γενναίους στρατιώτες) «ἕρκος πολέμοιο» — ιβ) (για την Κλυταιμνήστρα) «γαίας μονόφρουρον ἕρκος».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο του τύπου γένος. Εικάζεται συγγένεια του με το λατ. ρ. sarcio «επισκευάζω» και το χεττ. sărni «αποζημιώνω». Συνδέεται πιθ. και με το όρκος.
ΠΑΡ. αρχ. ερκάνη, ερκείος, ερκίον, ερκίτης, Έρκυν(ν)α, Ερκύνια.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) ερκοθηρικός, ερκόπεζα. (Β’ συνθετικό) αλιερκής, ευερκής, ομοερκής)].