προσπαλαίω

From LSJ
Revision as of 14:47, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπᾰλαίω Medium diacritics: προσπαλαίω Low diacritics: προσπαλαίω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΛΑΙΩ
Transliteration A: prospalaíō Transliteration B: prospalaiō Transliteration C: prospalaio Beta Code: prospalai/w

English (LSJ)

wrestle against, wrestle with or struggle with, τινι Pi.I.4.53, Pl.Tht.162b, Alc.1.107e, al.; Ἄτλας οὐρανῷ π. Pi.P.4.290; κὴρ π. ψυχῇ Ph.1.654: metaph., ἐν τοῖς λόγοις προσπαλαίω Pl.Tht.169b; προσπαλαίω σφαίρᾳ = take wrestling exercise with a ball, Plu.2.793b; πολλοῖς χρέεσιν προσπαλαίω = wrestle with debts, PSI1.76.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. παλαίω), mit Einem, gegen Einen ringen, Pind. I. 3, 71; auch Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει, P. 4, 290, er strebt gegen den Himmel an; νεωτέρῳ, Plat. Theaet. 162 b; ἐν τοῖς λόγοις, 169 d, u. sonst; σφαίρᾳ, sich im Ballspiel üben, Plut. an seni ger. resp. 18.

French (Bailly abrégé)

s'exercer ou jouer à, τινι.
Étymologie: πρός, παλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παλαίω strijden tegen, met dat.:; τῷ... νεωτέρῳ... ὄντι π. strijden tegen de man die jonger is Plat. Tht. 162b; abs., overdr.. ἐν τοῖς λόγοις π. redetwisten Plat. Tht. 169b.

Russian (Dvoretsky)

προσπᾰλαίω:
1 вести борьбу, бороться (τινί Pind., Plat.);
2 упражняться (ἐν τοῖς λόγοις Plat.): π. σφαίρᾳ Plut. состязаться в игре в мяч.

English (Slater)

προσπᾰλαίω wrestle against c. dat. καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.290) Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.53)

Greek Monolingual

ΜΑ παλαίω
μτφ. αγωνίζομαι («τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἀναγκάσῃς... ἐν τοῖς λόγοις προσπαλαῖσαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. παλεύω με κάποιον
2. φρ. «προσπαλαίω σφαίρᾳ» — γυμνάζομαι στη σφαιροβολία.

Greek Monotonic

προσπᾰλαίω: μέλ. -σω, παλεύω ή αγωνίζομαι εναντίον κάποιου, τινί, σε Πίνδ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσπᾰλαίω: παλαίω, ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Πινδ. Ι. 4. 90 (3. 71), Πλάτ. Θεαίτ. 162Β, Ἄλκ. 1. 107Β, κ. ἀλλ’ Ἄτλας οὐρανῷ πρ. Πινδ. Π. 4. 516· - μεταφ., πρ. ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 169D· πρ. σφαίρᾳ, παίζω τὴν σφαῖραν, Πλούτ. 2. 793Β.

Middle Liddell

fut. σω
to wrestle or struggle with, τινί Pind., Plat.