καταλσής
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
καταλσές, (ἄλσος) woody, Str.5.3.11:—later κάταλσος, ον, Eust.ad D.P.321.
German (Pape)
[Seite 1361] ές (so accent. Kramer richtig), Strab. V, 3 p. 238, mit vielen Hainen.
Greek (Liddell-Scott)
καταλσής: -ές, πλήρης ἄλσους ἢ δάσους, Στράβων 258·― παρὰ μεταγ. (ὡς Εὐστ., Διον. 321, Μαλαλ. σ. 78.12) ὡσαύτως κάταλσος, ον, ἐρεμνά, ὅ ἐστι σύμφυτα καὶ δασέα καὶ κάταλσα Εὐστ.· συνηρεφὴς καὶ κάταλσος Ἄχμ. Ὀνειρ.
Greek Monolingual
καταλσής, -ές (Α)
(για τόπο) δασώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αλσής (< ἄλσος), πρβλ. ευαλσής].
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog