ἐλατήρ

From LSJ
Revision as of 10:45, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτήρ Medium diacritics: ἐλατήρ Low diacritics: ελατήρ Capitals: ΕΛΑΤΗΡ
Transliteration A: elatḗr Transliteration B: elatēr Transliteration C: elatir Beta Code: e)lath/r

English (LSJ)

ἐλατῆρος, ὁ, (ἐλαύνω)
A driver, especially of horses, charioteer, Il.4.145, 11.702, Alc.Supp.8.14, etc.; ἵππων ἐ. A.Pers.32 (anap.); ἐ. βροντᾶς hurler of thunder, Pi.O.4.1; ἐ. λύρας striker of the lyre, AP7.18 (Antip. Thess.).
2 rower, Luc.Am.6, Nonn. D. 39.306.
II one that drives away, Call.Jov.3, Opp.C.1.119; [μυὼψ] βοῶν ἐ. Coluth.43.
III a broad, flat cake (ἀπὸ τοῦ ἐληλάσθαι εἰς μέγεθος, Hsch.), Ar.Ach.246, Eq.1183, Callias Com.21, IG2.841b7, SIG1026.9 (Cos).
IV hoopstick, Antyll. ap. Orib.6.26.4.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰτήρ) -ῆρος
I que aparta, que aleja νεφέων ἐ. de la primavera, Opp.C.1.119, βοῶν ἐ. del tábano, Colluth.43, εἰδώλων ἐ. θεός de Cristo IEphesos 1351.3 (IV/V d.C.).
II subst. ὁ ἐ. de pers. y dioses
1 conductor de carros, auriga θ' ἵππῳ ἐλατῆρί τε κῦδος Il.4.145, cf. 11.702, fig. ἐ. ὑπέρτατε βροντᾶς auriga supremo del trueno ref. Zeus, Pi.O.4.1, ref. al jinete ἵππων τ' ἐ. A.Pers.32, cf. Alc.42.14
como epít. de Posidón SEG 50.441 (Arcadia VI a.C.)
náut. remero ῥοθίῳ τῷ τῶν ἐλατήρων ... ἀπὸ τῆς γῆς ἀναχθέντες Luc.Am.6, cf. Nonn.D.39.306.
2 el que aleja, el que pone en fuga epít. de Asclepio νούσων παθέων τε ἐ. IUrb.Rom.103 (II d.C.), de Zeus Πηλαγόνων ἐ. Call.Iou.3.
3 tañedor λύρης ἐ. de Alcmán AP 7.18 (Antip.Thess.).
III subst. ὁ ἐ. gastron., un tipo de torta o pastel de harina, ancho y aplanado σ' ἐκέλευε τουτουὶ φαγεῖν ἐλατῆρος Ar.Eq.1182, cf. Ach.246, Call.Com.26, Rhinth.3.1, ἐ. ἐξ ἡμιέκτου [σπ] υρῶν SIG 1026.9 (Cos IV/III a.C.), ἐ. χοινικιαῖος IG 22.1237.7 (IV a.C.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 790] ῆρος, ὁ, 1) der Treiber, bes. Rossetreiber, Wagenlenker, Il. 4, 145 u. öfter; ἵππων Aesch. Pers. 32; Ar. Equ. 1263; auch μύωψ, βοῶν ἐλ., Coluth. 43; Ruderer, Luc. Amor. 6; Nonn. D. 39, 206; βροντᾶς, Blitzeschleuderer, Pind. Ol. 4, 1; λύρης ἐλ., der die Lyra schlägt, heißt Alkman bei Antp. Th. 56 (VII, 18). – Vertreiber, νεφέων Opp. C. 1, 119; vgl. Callim. Iov. 3. – 2) ein langes Brot, ein langer Kuchen, Ar. Equ. 1178 Ach. 234; Calli. Ath. II, 57 a; nach den alten Erkl. παρὰ τὸ ταῖς χερσὶν ἐλαύνεσθαι εἰς πλάτος, vielleicht von der Gestalt.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
conducteur : ἵππων ESCHL de chevaux ; abs. conducteur d'un char.
Étymologie: ἐλάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰτήρ: ῆρος ὁ продолговатая лепешка Arph.
ῆρος ὁ
1 погонщик (βοῶν HH);
2 (тж. ἵππων ἐ. Aesch.) возница (ἐλατῆρες ἕστασαν ἐν δίφροισι Hom.);
3 гребец (τὸ τῶν ἐλατήρων ῥόθιον Luc.);
4 метатель (ἐ. βροντας Ζεύς Pind.);
5 бряцатель: λύρης ἐ. Anth. играющий на лире, музыкант.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰτήρ: ῆρος, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, κυρίως δὲ ἵππους, ἁρματηλάτης, κόσμος θ’ ἵππῳ ἐλατῆρί τε κῦδος Ἰλ. Δ. 145., Λ. 702, κτλ.·ϏϏ ἵππων ἐλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 32˙ ἐλ. βροντῆς, ὁ ἐξακοντίζων τὴν βροντήν, Πινδ. Ο. 4. 1˙ ἐλ. λύρας, ὁ κρούων τὴν λύραν, Ἀνθ. Π. 7. 18. ΙΙ. ὁ ἀποδιώκων, Καλλ. εἰς Δία 3, Ὀππ. Κυν. 1. 119. ΙΙΙ. «πλακουντῶδες πέμμα πλατύ˙ ἔνθεν καὶ ἡ ἐπωνυμία παρὰ τὸ ταῖς χερσὶν ἐλαύνεσθαι εἰς πλάτος, ἢ ἄρτος πλατύς, ἐν ᾧ τὸ ἔτνος ἐτίθεσαν, καὶ προσῆγον τοῖς βωμοῖς» (Σουΐδ.)˙ ὦ μῆτερ, ἀνάδος δεῦρο τὴν ἐτνήρυσιν, ἵν’ ἔτνος καταχέω τοὐλατῆρος τουτουὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 246, Ἱπ. 1183, Καλλίας ἐν Ἀδήλ. 2, Ἐπιγρ. τῆς Κῶ 36378.

English (Autenrieth)

ῆρος (ἐλάω): driver, charioteer. (Il.)

English (Slater)

ἐλᾰτήρ driver ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1)

Greek Monolingual

και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο
θηλ. ἐλάτειρα, η)
μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος
νεοελλ.
1. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών ελατηριδών
2. πληθ. οι ελατήρες
ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα ώριμα σπέρματα
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που κυνηγά ή καταδιώκει κάποιον
2. ως ουσ. α) αρματηλάτης, ηνίοχος
β) κωπηλάτης
γ) είδος γλυκού που προσφερόταν στους βωμούς τών θεών.

Greek Monotonic

ἐλᾰτήρ: -ῆρος, ὁ (ἐλάω, ἐλαύνω),
I. οδηγός αλόγων, αρματηλάτης, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
II. είδος πίτας, ψωμί με πλατύ σχήμα, φραντζόλα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐλᾰτήρ, ῆρος, ἐλάω, ἐλαύνω
I. a driver of horses, a charioteer, Il., Aesch.
II. a sort of broad, flat cake, Ar.

Translations

rower

Azerbaijani: avarçı, avarçəkən, kürəkçi; Bulgarian: гребец; Catalan: remador, remer; Chinese Mandarin: 划手; Czech: veslař; Esperanto: remisto sg; Finnish: soutaja; French: rameur; Galician: remador, remeiro; Georgian: მენიჩბე; German: Ruderer; Greek: κωπηλάτης; Ancient Greek: ἐλατήρ, ἐπίκωπος, ἐρέτης, κωπηλάτης, νεηλάτης, πρόπολος, πρόσκωπος, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης; Hebrew: חוֹתֵר‎, מְשׁוֹטָאי‎; Hungarian: evezős; Irish: iomróir; Italian: rematore, rematrice; Latin: remex; Maori: kaihoe; Norwegian Bokmål: roer; Old English: rōwend; Ottoman Turkish: كوركجی‎; Polish: wioślarz, wioślarka, bębniarz; Portuguese: remador, remeiro; Romanian: vâslaș, vâslitor, canotor; Russian: гребец; Spanish: remero, remador, boga, bogador; Tagalog: manggagaod; Turkish: kürekçi